«Πρόσφυξ εκ Δεμιρδεσίου»
Γράφει η Δανάη Τσουλιά – Χασακή|
Παιδική ευτυχία
Είχε ένα ιδιαίτερο χρώμα το καλοκαίρι που τον έφερνε από το μυθικό Παρίσι. Πάντα οι επισκέψεις ξενιτεμένων, φίλων ή συγγενών, η έστω και προσωρινή επιστροφή τους στα πάτρια, έδιναν ένα χαρούμενο, σχεδόν πανηγυρικό, τόνο στις μέρες. Όλα φαίνονταν χαμογελαστά και ανάλαφρα. Πολύ περισσότερο με τον ερχομό αυτού του θείου, «του Γάλλου».
Η γιαγιά άνοιγε τη μεγάλη αγκαλιά της και τον υποδεχόταν. «Μάνα μαρή! Ήρτες, παιδούδι μ’;». Τον αγαπούσε, το ίδιο και ίσα με τα άλλα ανηψούδια της. Μεγάλωσαν στα χέρια της αδερφής της αυτός και ο Αντωνός, παιδιά της πρώτης γυναίκας του θείου Ηρακλή, αυτής που πολύ νέα χάθηκε στην Πατρίδα.
Μικρά μάτια πίσω από χοντρά μυωπικά γυαλιά, σγουρά άγρια μαλλιά, πρόσωπο κοκκινωπό. Σκανδάλιζε τους μεγάλους με την αμφίεσή του: κοντό παντελόνι, ανέμελα, ατημέλητα φορεμένο το πουκάμισο, πέδιλα στα αδύνατα πόδια του. Είτε διάβαζε τα βιβλία του – και είχε πολλά βιβλία μαζί του – είτε συνομιλούσε με τη γιαγιά και τα ξαδέρφια του για το Ντεμερντέσι και την Προύσα, με την προφορά και τους ιδιωματισμούς τους ντεμερντεσλίδικους, διανθισμένους πού και πού με καμιά τουρκική φράση, που την ξεστόμιζε και ξεσπούσαν όλοι στα γέλια. Αγαπούσε το τσίπουρο. Ποτέ όμως δεν τον είδαμε μεθυσμένο. Ήρεμος και χαμογελαστός πάντα. Το χωρατό, συχνά τολμηρό, διονυσιακό, δεν έλειπε από το στόμα του. Κοκκίνιζαν οι γυναίκες και μόνο η γιαγιά τολμούσε να τον αγριέψει. Εμείς τα παιδιά τον συμπαθούσαμε ξεχωριστά. Νιώθαμε ότι είναι σαν και εμάς, πιο κοντά σ΄εμάς και πιο μακριά από την αυστηρότητα των μεγάλων.
Η αυλή μας γέμιζε με έναν αλλιώτικο αέρα, όταν με το ποτήρι στο χέρι, όρθιος, στη σκιά της βυσσινιάς, μιλούσε χαμηλόφωνα αλλά ακατάπαυτα: Καπιταλισμός, κομμουνισμός κι άλλα, ακαταλαβίστικα τότε, έπιανε το αυτί μου, που πάντα προτιμούσε τις περίεργες κουβέντες των ανδρών, όταν αυτοί μιλούσαν για πολιτική. Kαι άλλα έλεγε, για τη Δημοκρατία, για την Αθήνα, το Παρίσι, την Ισπανία, τους δημοκράτες και τους φασίστες. Έκθαμβοι τον ακούγαμε να λέει: «θα έρθει εποχή που δε θα υπάρχουν σύνορα στη γη» Κι ενώ συνομιλούσε με τους μεγάλους, αστειευόταν και με τα παιδιά, πλάθοντας λογοπαίγνια με ομόηχα και με την πολυσημία των λέξεων.
«Να σου πω ένα μυστικό: όταν έρθω το επόμενο καλοκαίρι, θα σου φέρω μια κούκλα. από το Παρίσι!». Και πριν καλά – καλά ξεψυχήσει το καλοκαίρι (του ΄60;), ένα κασονάκι ξύλινο έφερε τον θησαυρό, προστατευμένο μέσα σε άχυρο: μια πανέμορφη, φινετσάτη κούκλα. Δεν έμοιαζε με τις άλλες, πολύ περισσότερο με τις πάνινες πλαγγόνες από το σαββατιάτικο παζάρι, που ως το απόγευμα διαλύονταν. Κίτρινη οργάντζα με λευκά «πουά» το φουστανάκι της, ολόλευκα καλτσάκια και παπούτσια και στο προσωπάκι της ματοτσίνορα αληθινά! Αλλά η αποθέωση ήταν τα μαλλάκια της: κοντά, σγουρά, καστανόξανθα μαλλιά, τσαχπίνικη φραντζούλα στο μέτωπο. Μπορούσα να τα χτενίσω! Και πώς μοσχοβολούσε! «Σίγουρα έτσι μοσχοβολά η Γαλλία!» Παριζιάνα κούκλα! Η ύψιστη παιδική ευτυχία.
Τα καλοκαίρια διαδέχονταν το ένα τ’ άλλο, μέσα σε ουρλιαχτά από μεγάφωνα στην πλατεία μας, γιορτές με πουλιά που ξεπηδούσαν από στάχτες, παρελάσεις τον Αύγουστο με θεόρατα άρματα στολισμένα, στη σκιά μιας «νίκης», που φόβιζε παρά χαροποιούσε τις εφηβικές μας καρδιές. Λίγο το «μεγάλωσες πια’», περισσότερο τα βιβλία και, αργότερα, το όνειρο της φυγής στη μεγάλη πόλη, η κούκλα ξεχάστηκε στο δωμάτιο της «υποδοχής». Ο θείος δεν ερχόταν πια… «Μπα, πού να ‘ρθει! Δεν τον σηκώνει το κλίμα…» μουρμούριζαν οι μεγάλοι με νόημα.
«Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρα ρίγη» [1]
Φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Όαση του δημοτικισμού και της δημοκρατίας μέσα σ? ένα άνυδρο, γκρίζο τοπίο, στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Σπουδαστήριο Γλωσσολογίας. Στα βαρυφορτωμένα ράφια, στις βιβλιογραφίες, παρών ο … «Γάλλος»! Λεξικό των επιθέτων της νεοελληνικής (1963), Λεξικό της Λαϊκής (1967), Γαλλοελληνικό Λεξικό της Λαϊκής (1967), Ένας τόμος από το Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Λεξικό των συνωνύμων της νεοελληνικής… Συντάκτης τους: ο Κώστας Δαγκίτσης. Συγκίνηση…
Αργότερα, ανακάλυψα τα διηγήματά του [2]: Το μετάλλιο, Ο δάσκαλος, Πάμε για ψωμί, Η Κλώσσα, Το κορίτσι μας, τα Κοκόζια [3]. Στη λογοτεχνική του αγκαλιά με στοργή και αγάπη ο μικρόκοσμος της γειτονιάς μου: γηγενείς και πρόσφυγες, Έλληνες και Τούρκοι που ξέμειναν μετά την Ανταλλαγή, νοικοκυραίοι και αλάνια, άνθρωποι που παλεύουν με τη φτώχεια και ονειρεύονται, όλα και όλοι αποτυπωμένοι με ανάλαφρη ειρωνεία, νοσταλγία, αλλά και περηφάνια. Κι από κοντά οι γλωσσολογικοί του προβληματισμοί και η πίστη στην ανάγκη για γλωσσική μεταρρύθμιση, η αγάπη του για την απλή, δημοτική γλώσσα.
«ένα πανερούδ’ σύκα»
Νέες εκπλήξεις, καινούργιες συγκινήσεις, με τη βοήθεια του διαδικτύου αυτήν τη φορά. Το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο φέρνει στο «παράθυρό μου» ένα αρχειακό εύρημα του αγαπητού συναδέλφου Σπύρου Παπαχαρίση από παλιά εφημερίδα και κάποιες, ψηφιοποιημένες πια, σελίδες φοιτητικής εργασίας. Ο χρόνος παίρνει αντίστροφα την πορεία του.
Φθινόπωρο του 1931. Eισαγωγικές εξετάσεις στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. H τοπική εφημερίδα του μεσοπολέμου [4] συγχαίρει τους επιτυχόντες για την εισαγωγή τους στη Φιλοσοφική Σχολή. Ένας από τους δυο νεαρούς Φλωρινιώτες είναι ο Κώστας Δαγκίτσης, «πρόσφυξ εκ Δεμιρδεσίου Προύσης». Ονοματεπώνυμο χωρίς πατρώνυμο, με μόνο διακριτικό, και μάλιστα σε αρχαΐζουσα γλώσσα, αυτό της προσφυγικής ιδιότητας και της καταγωγής του από ένα χωριό της Μικράς Ασίας. (Ποιο να ήταν το σχόλιο του νεαρού τότε Δαγκίτση για τον καθαρολόγο συντάκτη;)
Φοιτητής πλέον, ταγμένος στο ρεύμα του δημοτικισμού, με την επίβλεψη και τη σοφή καθοδήγηση από «τον ανώτερον επόπτην Δημοτικής Εκπαιδεύσεως» Μ. Τριανταφυλλίδη, τον μεγάλο γλωσσολόγο που «έβαλε τάξη και σύστημα στη γραφόμενη δημοτική και στη διδασκαλία της στο σχολείο» [5], εκπονεί την εργασία του [6] – συμβολή στη διάσωση φωνολογικών και μορφολογικών διαφοροποιήσεων του γλωσσικού ιδιώματος του Δεμιρδεσίου Μικράς Ασίας. «Το πανερούδ’», «οι λάντες», «χανιάζω», «έστειλέ με», «μαζώχ’ καν τα σύννεφα» [7] …αυθόρμητα πολλές φορές αναδύονται από τα κατάβαθα της γλωσσικής και πολιτισμικής μνήμης μας, όλων, θαρρώ, των επιγόνων, και παίρνουν το δρόμο της έκφρασης.
1939. Φεύγει και πάλι. Υποτροφία, και το Παρίσι τον υποδέχεται, για να τον κρατήσει για πάντα, αυτοεξόριστο πλέον, σταθερά στις γραμμές των μαρξιστικών ιδεών, Καθηγητή Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Χρόνια αργότερα, κάποιο καλοκαίρι, έξαλλος θα σταματήσει το δρομολόγιο του τρένου στον μικρό σταθμό του χωριού Ξινό νερό, για να διορθώσει την ανορθογραφία της επιγραφής στον τοίχο: «Αγράμματοι! Ξινό, όχι Ξυνό!». Το τρένο συνέχισε την πορεία του μόνον αφού αποκαταστάθηκε η ορθογραφία.
«και ο Σακουλέβας κυλούσε πέτρες…»
Έκλεισε τα μάτια του ο «πρόσφυξ εκ Δεμιρδεσίου της Προύσης», όταν «έξω έλιωναν τα χιόνια, μπουμπούκιαζαν οι μουριές, ζευγάρωναν οι κάργες, και ο Σακουλέβας κυλούσε πέτρες και τις πελεκούσε και τις κουβάλαγε στη θάλασσα, όπου σκόπευε, λένε, να χτίσει μια μέρα το παλάτι του» [8]. Άνοιξη του 1984. Tον σκέπασε το χώμα του μακρινού Παρισιού, του τόπου της δεύτερης, της εκούσιας προσφυγιάς του. Μας έμειναν, από ένα αγνώστων διαστάσεων αρχείο, τα Λεξικά και τα διηγήματά του, να θυμίζουν εικόνες της μεσοπολεμικής Φλώρινας.
Όμως εγώ ακόμα κρατώ ζωντανό στο αυτί μου το ψιθύρισμα εκείνου του μυστικού: «όταν έρθω το επόμενο καλοκαίρι…». Φυλάω επιμελώς την κούκλα, πολύτιμη ανάμνηση και «τυχερό μου» από έναν σπουδαίο άνθρωπο, που αφιέρωσε το έργο του σ΄ό,τι λάτρεψε, στους λαϊκούς ανθρώπους και τη γλώσσα τους, τον Κώστα Δαγκίτση.
Τεκμήρια:
Χειμώνας 2016
Δανάη Τσουλιά – Χασακή
- Οδυσσέα Ελύτη, «ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ», Ίκαρος χ.χ, σελ. 28
- «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΦΛΩΡΙΝΑΙΩΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΩΝ (1903-1993)», ΠΡΕΣΠΕΣ 1995 σελ. 47-176
Πρώτες δημοσιεύσεις των διηγημάτων στο περιοδικό Αριστοτέλης (1958-1962) βλ. Πίνακας των πρώτων δημοσιεύσεων, ό.π. σελ. 323 - Στον τόμο: «Φλώρινα: μια πόλη στη λογοτεχνία», επιμελητής κειμένων: Μίμης Σουλιώτης
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2002 - Από το σημείωμα της εφημερίδας «ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ», Οκτώβριος 1931
- Λίνου Πολίτη, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ», ΣΤ΄ έκδοση ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991 σελ. 254
- Ψηφιοθήκη ΑΠΘ, Συλλογή Τριανταφυλλίδη, Διαλεκτολογική έρευνα: [Μικρά Ασία, ύποπτα]: [απάντηση ερωτηματολογίου από άτομο με καταγωγή από το Δεμιρδέσι στην επαρχία Προύσας]
- Το μικρό πανέρι, μικρές λίμνες νερού, ελώδεις περιοχές, χασμουριέμαι, μαζεύτηκαν σύννεφα
- Η ΚΛΩΣΣΑ Διήγημα ό.π. σελ. 74