Κανταδόροι και καντάδες στη Φλώρινα

Η φωτογραφία μας είναι του 1952 και παραπέμπει σε φίλους της μουσικής και ειδικότερα της καντάδας. Σε αυτήν εμφανίζονται από αριστερά προς τα δεξιά: Γιώργος Κουσουρέτας, κιθάρα, Κώστας Μόμτσης, χαβάια, Τόλης Πηλείδης, κιθάρα, Γιάννης Χατζηπροδρόμου, χαβάια, Κώστας Πολιτίδης, κιθάρα.

Για την ιστορία της καντάδας και των κανταδόρων στη Φλώρινα παρουσιάζουμε σχετικό κείμενο του Δημήτρη Μεκάση. Απολαύστε το:

—-

Οι καντάδες ή νυκτωδίες γίνονταν από ερωτευμένους νέους άνδρες, που τραγουδούσαν με κιθάρες και μαντολίνα κάτω από τα παράθυρα των κοριτσιών, για να δείξουν την προτίμησή τους και το πόσο ερωτευμένοι ήταν με αυτά τα κορίτσια. Η καντάδα γινόταν την νύχτα, μέσα στο σκοτάδι, και μόνο από την μελωδία του ερωτικού τραγουδιού γινόταν αντιληπτή η παρουσία τους. Τα κορίτσια ξυπνούσαν και προσεκτικά κοίταζαν μέσα από τα κουρτινάκια να αναγνωρίσουν του νέους άνδρες. Είτε ήταν ο αγαπημένος με την παρέα του, είτε όχι, οι κοπέλες ένοιωθαν μεγάλη τιμή. Όρθιες έβλεπαν πίσω από τα κουρτινάκια, μέχρι που ξυπνούσε η μάνα ή ο πατέρας και άδειαζε έναν κουβά νερό στου κανταδόρους.

Ήταν και αυτή μια εποχή, που τα κορίτσια ήταν απομονωμένα στο σπίτι. Όταν έβγαιναν στην βόλτα, έβγαιναν πάντα με τους γονείς τους, που αυτοί καθόριζαν ποιόν θα παντρεύονταν οι κόρες τους. Η καντάδα λοιπόν είχε και αυτή κάποιο νόημα. Με την καντάδα οι άνδρες για παντρειά έδειχναν την προτίμησή τους, και ακολουθούσε το προξενιό.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας η ζωή ήταν πολύ κλειστή. Τραγουδούσαν στα σπιτικά γλέντια και στις αυλές τους.

Τότε δεν γίνονταν καντάδες για τις αγαπημένες τους, καθώς ελάχιστοι γνώριζαν μουσική. Αργότερα στον σύλλογο «Ορφέας» πολλοί νέοι της Φλώρινας έμαθαν να παίζουν κάποιο όργανο, και από τότε τα τραγούδια στα γλέντια συνοδεύονταν από κιθάρες και βιολιά. Ο «Ορφέας» πρώτος έκανε μια μεγάλη νυκτωδία, με όλα τα όργανα της μαντολινάτας. Έγινε προς το τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου, στους παραποτάμιους δρόμους του Βαροσίου, μια νύχτα με φεγγάρι, που απέσπασαν συγχαρητήρια και από τους Γάλλους στρατιωτικούς και από τους Φλωρινιώτες. Η αρχή για τις νυκτωδίες είχε γίνει και μετά το 1920, οι νέοι έπαιρναν τις κιθάρες, τα μαντολίνα και τα βιολιά και τραγουδούσαν κάτω από τα παράθυρα των κοριτσιών.

Ένας μάλιστα ήταν τόσο ερωτευμένος, που όποτε είχε φεγγάρι έπαιρνε το φλάουτό του και έπαιζε όλη την νύχτα στον βράχο «Μπούφκαμεν», που τώρα λέγεται «Βραχάκια». Το κορίτσι που αγαπούσε έμενε στο Γιάζι, αλλά το φλάουτο, μέσα στην ησυχία ακουγόταν σε όλη την Φλώρινα. Κάποιοι άλλοι με τα φλάουτα πήγαιναν στον «Βράχο», όπου σήμερα το ΦΟΟΦ και έπαιζαν μέχρι το πρωί. Και δεν ήταν λίγοι αυτοί, που τα Σαββατόβραδα με τα μαντολίνα τους γυρνούσαν όλους τους δρόμους της Φλώρινας, και πήγαιναν στα σπίτια τους την Κυριακή το πρωί. Οι νέοι άνδρες τότε έβλεπαν τα κορίτσια στην βόλτα, διασταύρωναν τα βλέμματά τους και το βράδυ τραγουδούσαν κάτω από τα παράθυρά τους. Η καντάδα είχε γίνει μόδα και έτσι πέρασε όλη η περίοδος του Μεσοπολέμου.

Μετά το 1950, η καντάδα παρέμενε, όπως και προπολεμικά για να εκφράσει ένας νέος τα ερωτικά του συναισθήματα προς μια κοπέλα. Ήταν τότε στα χρόνια της μεγάλη μετανάστευσης, όταν δυο νέοι άνδρες ένα Σαββατόβραδο έκαναν καντάδα για όλα τα κορίτσια της Φλώρινας. Αφού έφαγαν και ήπιαν σε μια ταβέρνα άρχισαν να τραγουδούν, από τις πάνω γειτονιές της πόλης. Πέρασαν τραγουδώντας όλες τις γειτονιές και έφθασαν στο Τσιφλίκι ξημερώματα. Σε ένα άγνωστο σπίτι έκαιγε ακόμη το φως, όταν αυτοί πλησίασαν και άρχισαν να τραγουδούν το τραγούδι: «Νίτσα, Ελενίτσα, Ελενάκι μου …;» κάτω από το φωτισμένο παράθυρο. Συμπωματικά σε εκείνο το σπίτι έμενε μια Ελενίτσα. Η πόρτα άνοιξε και ένας πιωμένος πατέρας τους κάλεσε μέσα λέγοντας: «Η κόρη μου, η Ελενίτσα χθες το πρωί έφυγε για την Αυστραλία, όπου πήγε να παντρευτεί. Εσείς που ήσασταν; Αφού θέλατε την Ελενίτσα, γιατί δεν ερχόσασταν να την ζητήσετε και θα παντρευόταν εδώ και όχι στα ξένα». Οι κανταδόροι του κράτησαν παρέα και παρηγορούσαν τον πονεμένο πατέρα μέχρι το πρωί, και έφυγαν όταν ανέτειλε ο ήλιος.

Όποιοι έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο ήταν περιζήτητοι και τους καλούσαν όλοι οι άλλοι που ήθελαν να κάνουν καντάδα. Οι νεαροί που δεν γνώριζαν μουσική αισθανόταν μειονεκτικά. Μια παρέα όμως έλυσε το πρόβλημα με την βοήθεια της τεχνολογίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, κυκλοφόρησαν τα πικ-απ με μπαταρίες για δίσκους βινιλίου. Η παρέα αυτή τοποθέτησε το πικ-απ στην σχάρα ενός ποδηλάτου και ξεκίνησαν για καντάδες. Ο ένας κρατούσε ακίνητο το ποδήλατο, ο άλλος το καπάκι του πικ-απ που ήταν μεγάφωνο, κάποιος άλλος τοποθετούσε τους δίσκους και τραγουδούσαν όλοι μαζί. Όλα καλά μέχρι του δέχτηκαν ένα κουβά νερό. Ήταν όμως τυχεροί, επειδή το πικ-απ δεν έπαθε ζημιά. Από τότε προστέθηκε και ένα τέταρτο άτομο στην παρέα για να κρατά μια ομπρέλα, ώστε να σωθεί το πανάκριβο πικ-απ. Η παρέα αυτή αποτελούσε μια ιδιαίτερη εικόνα κανταδόρων μέσα στη νύχτα.

Και όταν έγινε η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, οι καντάδες απαγορεύτηκαν στις ώρες της κοινής ησυχίας. Παρόλα αυτά όμως πολλοί νεαροί συνέχιζαν να κάνουν καντάδες, αλλά η χωροφυλακή και η ασφάλεια τους έκλειναν στα κρατητήρια και αυτούς και τις κιθάρες τους. Έτσι άδοξα τελείωσε η καντάδα στην Φλώρινα. Μετά το 1974 η ζωή είχε αλλάξει και οι σχέσεις των δυο φύλλων ήταν πια ελεύθερες. Η καντάδα δεν είχε πια κανένα νόημα.

Τα τελευταία χρόνια κάποιοι μεσήλικες Φλωρινιώτες προσπάθησαν να αναβιώσουν την καντάδα. Ήταν οι «Τροβαδούροι της Φλώρινας», που τραγουδούσαν τα βράδια στις γειτονιές και έκαμναν τον κόσμο να βγαίνει στα μπαλκόνια με ενθουσιασμό. Η εποχή της καντάδας όμως έχει περάσει, και οι Τροβαδούροι αραίωσαν τις εμφανίσεις τους.

—————

* Το κείμενο το βρήκαμε δημοσιευμένο στο blog http://vounisios.pblogs.gr

 

 

 

Διαβάστε επίσης...
Shares

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Translate »