Η ταβέρνα του Διονυσόπουλου στη Φλώρινα
| Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Στην οδό Παύλου Μελά, πιο κάτω από την πλατεία, ήταν η ταβέρνα «Ο Μήτσος» του Δημητρίου Διονυσόπουλου. Μια μεγάλη ταμπέλα δήλωνε την παρουσία της σε όσους δεν την γνώριζαν. Μεγάλες τζαμαρίες, που από την μέση και κάτω είχαν κουρτίνες, για να μην φαίνονται οι θαμώνες από τον δρόμο. Μια μεγάλη τσακώνικη αχλαδιά ήταν μπροστά από το μαγαζί, και μερικά τραπέζια στο πεζοδρόμιο τους καλοκαιρινούς μήνες. Η ταβέρνα αυτή ήταν γνωστή από τον νόστιμο παστό μπακαλιάρο και από την ρετσίνα που σέρβιρε. Η μυρωδιά του παστού τηγανιτού μπακαλιάρου γινόταν αισθητή και στον δρόμο, που άνοιγε την όρεξη των περαστικών.
Ο Δημήτριος Διονυσόπουλος ήταν από την Καλαμάτα, και ήρθε στην Φλώρινα, ως χωροφύλακας. Το 1952 περίπου, άνοιξε αυτήν την ταβέρνα. Τότε φρέσκα θαλασσινά ψάρια δεν είχαμε στην Φλώρινα. Ούτε κατεψυγμένα. Υπήρχε όμως ο παστός μπακαλιάρος, που ήταν το μόνο θαλασσινό ψάρι. Σε αυτήν την ταβέρνα μπορούσε να βρει κανείς παστό μπακαλιάρο καθημερινά, καθώς και κεφτεδάκια και τας κεμπάπ. Η ρετσίνα του ήταν εξαιρετική. Ήταν ρετσίνα Πρεβεδουράκη, που την έφερνε σε βαρέλια από τα Μεσόγεια Αττικής. Ο Πρεβεδουράκης έστελνε τα βαρέλια γεμάτα με λευκό κρασί και χώρια την ρητίνη για να μη ?χτυπηθεί? κατά την μεταφορά. Ο Δημήτρης Διονυσόπουλος, όταν έφταναν τα βαρέλια ανακάτωνε το λευκό κρασί και την ρητίνη, σε σωστές αναλογίες, και μετά από αρκετές ημέρες η ρετσίνα ήταν έτοιμη. Έλεγε μάλιστα «να γίνει καθαρή σαν κρύσταλλο». Τότε μόνο σέρβιρε την ρετσίνα. Αυτό ήταν το μυστικό της καλής ρετσίνας, που έπινε κανείς σε αυτήν την ταβέρνα. Πίσω από το μαγαζί υπήρχε ένα μεγάλο υπόστεγο, που χωρούσε εννέα βαρέλια με ρετσίνα και στο βάθος ένα τεράστιο βαρέλι με τοπικό κόκκινο κρασί. Το τσίπουρο ήταν τοπικό αποθηκευμένο σε μεγάλα γυάλινα δοχεία.
Και όταν άρχισαν να φέρνουν φρέσκα θαλασσινά ψάρια στη Φλώρινα, μετά το 1970, η ταβέρνα εκτός τον καθημερινό μπακαλιάρο σέρβιρε κάθε Τρίτη και Παρασκευή, σαρδέλες, μαρίδες και σαυρίδια. Επίσης είχε και σχάρα με κάρβουνα, για τα ψάρια. Πολλές φορές έφτιαχνε και σκεμπεδάκια με σάλτσα και πατσά. Σέρβιρε και όλα της ώρας όπως μπριζόλες κλπ. Οι σαλάτες ήταν εποχής, καθώς και τα βραστά χόρτα. Για επιδόρπιο σέρβιρε μακεδονικό χαλβά με κανέλλα και λεμόνι.
Η ταβέρνα ήταν μια οικογενειακή επιχείρηση. Στο ισόγειο ήταν το μαγαζί και στον πάνω όροφο το σπίτι. Και όταν ο Δημήτριος Διονυσόπουλος αποσύρθηκε λόγω γήρατος, την ταβέρνα ανέλαβε ο γιός του Νίκος με βοηθό την γυναίκα του Βασιλική και σερβιτόρους τα παιδιά τους Κώστα και Δημήτρη.
Η ταβέρνα είχε δώδεκα τραπέζια και σταθερή πελατεία. Κάθε βράδυ έτρωγαν και έπιναν οι θαμώνες ακούγοντας λαϊκά τραγούδια και κυρίως Καζαντζίδη. Παλιά έπαιζε το γραμμόφωνο και αργότερα το πικάπ και τέλος το μαγνητόφωνο. Υπήρχε βέβαια, όπως σε όλες τις ταβέρνες της Φλώρινας, μια κιθάρα κρεμασμένη στον τοίχο. Ήταν για τους θαμώνες που ήθελαν να τραγουδήσουν τα δικά τους τραγούδια με συνοδεία την κιθάρα και την ρετσίνα.
Σε αυτήν την ταβέρνα έφαγε και ήπιε ο Νίκος Ξανθόπουλος με τον θίασό του. Ο Ξανθόπουλος ήταν λαϊκός τραγουδιστής και ηθοποιός, που μετά το δείπνο τραγούδησε στην ταβέρνα με ακροατήριο όλους τους θαμώνες της ταβέρνας. Αλλά και ο Μίμης Τραϊφόρος, συνθέτης, ποιητής, στιχουργός, γευμάτισε σε αυτήν την ταβέρνα. Ο Τραϊφόρος ήταν ο σύζυγος της Σοφίας Βέμπο, τραγουδίστριας της νίκης.
Και όταν ανέλαβε την ταβέρνα ο Νίκος Διονυσόπουλος, άνοιγε και τα μεσημέρια με το ίδιο μενού. Οι τακτικοί πελάτες συνήθιζαν να φωνάζουν «Καλαμάτα» τον Νίκο κάθε φορά που ήθελαν κάτι. Αλλά και το αλουμινένιο κανατάκι με ρετσίνα είχε την συνθηματική του ονομασία. Το έλεγαν «προπό». Συχνά ακουγόταν η φράση: «Καλαμάτα φέρε ένα προπό». Και ο Νίκος έτρεχε με την ρετσίνα στα χέρια του για να πιουν οι πελάτες του.
Ο Νίκος Διονυσόπουλος απεβίωσε πολύ νέος, το 1983. Η ταβέρνα έκλεισε. Το μαγαζί νοικιάστηκε στον Τάκη Φελεκίδη, που πουλούσε έπιπλα από μπαμπού. Μετά νοικιάστηκε στο φαρμακοποιό Χρήστο Κουλίδη, μέχρι που δόθηκε αντιπαροχή και χτίστηκε μια πολυκατοικία. Στον ίδιο χώρο είναι η καφετέρια «Μόρτσα», του Δημήτρη Διονυσόπουλου.
Η ταβέρνα «Ο Μήτσος» του Δημήτρη και αργότερα του γιου του Νίκου θα μείνει αξέχαστη στους Φλωρινιώτες, επειδή ο παστός μπακαλιάρος αντικαθιστούσε την ψαροταβέρνα σε μια εποχή, τότε που στην Φλώρινα δεν υπήρχαν θαλασσινά ψάρια. Αλλά και η ρετσίνα του, η βαρελίσια ρετσίνα, με άρωμα και γεύση, ήταν μοναδική, επειδή ερχόταν κατευθείαν από τα Μεσόγεια. Η ταβέρνα αυτή, στην εποχή της, πρόσφερε αυτά που έλειπαν από την Φλώρινα, δηλαδή τα θαλασσινά ψάρια και κυρίως η γνήσια βαρελίσια ρετσίνα.