«Σάββατο, χαρά Θεού» – το μεγάλο παζάρι της Φλώρινας
Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης |
Φωτογραφίες: Απόστολος Μαρούλης, «Παζάρι Φλώρινας 1968»
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς, από εκείνα τα Σάββατα, τότε που γινόταν το μεγάλο παζάρι στη Φλώρινα, ένα παζάρι άλλης εποχής. Τότε στη δεκαετία του 1960, που έκλεισε ο κύκλος αιώνων, καθώς όλα άλλαξαν και ο μοντέρνος τρόπος ζωής εξαφάνισε τον παλιό. Το σύγχρονο επιβλήθηκε στο παλιό σε τέτοιο βαθμό, που και εμείς οι ίδιοι που τα ζήσαμε, τα ξεχάσαμε μαγεμένοι από την άνεση της νέας μας εποχής.
Το Σάββατο γινόταν το μεγάλο παζάρι της Φλώρινας και την Τετάρτη το μικρό παζάρι. Η λαϊκή αγορά, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ήταν όμως διαφορετικά τότε, καθώς οι συναλλαγές γινόταν μεταξύ αστών και αγροτών. Γινόταν ένα πάρε δώσε μεταξύ χωριών και πόλης και όλοι ζούσαν από αυτό το παζάρι. Τότε οι χωρικοί έρχονταν στην πόλη μόνο δυο φορές την εβδομάδα. Αρκετοί την Τετάρτη και οι περισσότεροι το Σάββατο.
Από τα ξημερώματα του Σαββάτου έφταναν οι πρώτοι χωρικοί στην πόλη με τα ζώα τους φορτωμένα. Το φορτίο εξαρτιόταν από τα προϊόντα που παρήγαγε το χωριό. Πρώτοι, πρώτοι οι Σκοπιώτες με τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα κηπευτικά σε κοφίνια ή σανιδένια κουτιά. Οι άνδρες με τα σκουρόχρωμα κουστούμια τους, τα αγροτικά κουστούμια της δουλειάς, που τα παντελόνια δεν είχαν τσάκα, είχαν όμως γόνατα, που φανέρωναν τον άνδρα της δουλειάς και του μόχθου. Πολλοί από αυτούς έβαζαν τα μπατζάκια τους μέσα στις μάλλινες κάλτσες τους και γινόταν πιο γραφικοί.
Φορούσαν και ένα λιωμένο καπέλο τραγιάσκα, παντός καιρού, και για την ζέστη και για το κρύο. Οι γυναίκες της Σκοπιάς τότε φορούσαν τοπική ενδυμασία, την ενδυμασία του χωριού τους. Έτσι ήταν και στα άλλα χωριά, κάθε χωριό είχε την δική του τοπική ενδυμασία. Τότε, βλέποντας μια γυναίκα να πουλάει στο παζάρι, μπορούσε κανείς εύκολα να καταλάβει από πιο χωριό ήταν, χωρίς να την ρωτήσει. Αν ήθελες να ψωνίσεις κάτι από την Σκοπιά ή τα Άλωνα έριχνες μια ματιά γύρω σου, εντόπιζες την ενδυμασία και πήγαινες να ψωνίσεις χωρίς να ρωτάς. Οι γυναίκες τότε των χωριών φορούσαν πάντα κεφαλόδεσμο, που ήταν μια μαντίλα, και στα περισσότερα χωριά ήταν λευκή, ενώ σε μερικά καφετή. Στην Σκοπιά η μαντίλα ήταν λουλουδάτη. Οι γυναίκες των χωριών έβγαζαν τον κεφαλόδεσμο μόνο όταν πήγαιναν για ύπνο.
Χαρά Θεού ήταν το παζάρι για όλους, και για τους καταστηματάρχες και για τους χωρικούς. Όλοι κερδίζανε για να περάσουν ευχάριστα την εβδομάδα, μέχρι το επόμενο παζάρι. Χαρά Θεού ήταν και για μας το Σάββατο, για εμάς του μικρούς μαθητές του δημοτικού σχολείου, που τότε κάναμε μόνο τέσσερις ώρες μάθημα το πρωί, και το απόγευμα ήμασταν ελεύθεροι. Το Σάββατο φαινόταν από το πρωί ότι ήταν μια διαφορετική ημέρα. Η πόλη είχε μεγάλη κίνηση από το πρωί. Βέβαια δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Η κίνηση γινόταν από τα κάρα, τα άλογα, τα γαϊδούρακια και τα μουλάρια. Γέμιζε το κέντρο της πόλης από ζωντανά. Πόσα ήταν άραγε; Σίγουρα αρκετές εκατοντάδες ζώα, τόσα όσα και τα αυτοκίνητα σήμερα. Τα πανδοχεία που είχαν στάβλους γέμιζαν νωρίς. Οι αργοπορημένοι χωρικοί έδεναν τα άλογα όπου έβρισκαν στύλους, κάγκελα και δένδρα. Μερικοί δρόμοι έκλειναν καθώς τα άλογα ήταν πολλά και με τα οπίσθια γυρισμένα στον ελάχιστο χώρο δρόμου που έμενε, ανάγκαζαν τους περαστικούς να αλλάζουν δρόμο από τον φόβο μη φάνε καμιά κλωτσιά.
Το πρωί του Σαββάτου γέμιζε η πόλη με περιφερόμενους χωρικούς που οδηγούσαν τα φορτωμένα με καυσόξυλα άλογα προς όλες τις κατευθύνσεις. Περιφερόταν στους δρόμους της πόλης μέχρι να πουλήσουν και το τελευταίο φορτίο ξύλα. Τι εικόνα και εκείνη; Σε κάθε δρόμο έβλεπες να τριγυρνούν ζώα φορτωμένα με ξύλα και οι νοικοκυρές στις πόρτες να παζαρεύουν το φορτίο. Οι περισσότεροι κάθε εβδομάδα αγόραζαν ξύλα για την θερμάστρα, καθώς τα σπίτια τους ήταν μικρά και δεν είχαν χώρο να τα αποθηκεύσουν. Άλλοι για οικονομικούς λόγους αγόραζαν ξύλα κάθε εβδομάδα, καθώς η ζωή τους ήταν μεροδούλι μεροφάι. Και εμείς μόλις σχολνούσαμε, πριν ακόμη φάμε, βάζαμε τα ξύλα στην αυλή. Τα ξύλα μας περίμεναν στο πεζοδρόμιο και μάλιστα κομμένα, αφού πριν από εμάς είχε περάσει ο ξυλοκόπος με το πριόνι (όχι τσεκούρι) ο Βασίλ-Αγάς, ένας γραφικός, φτωχός, Μικρασιάτης πρόσφυγας.
Ο χώρος της δημοτικής αγοράς γέμιζε κόσμο, όπως και σήμερα. Όλοι με ένα καλάθι στο χέρι ή έναν πάνινο τορβά, όπου έβαζαν τα ψώνια τους, καθώς οι πλαστικές σακούλες δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμη. Τότε όμως το εμπόριο ήταν τοπικό. Οι χωρικοί πουλούσαν τα δικά τους προϊόντα και με τα χρήματα που κέρδιζαν έκαμναν τα ψώνια τους. Πρώτα πήγαιναν στον μπακάλη για να πάρουν λάδι, αλάτι και άλλα προϊόντα, που δεν παρήγαγαν οι ίδιοι. Μετά ψώνιζαν ό,τι άλλο χρειάζονταν από τα εμπορικά μαγαζιά. Μετά το μεσημέρι οι χωρικοί, αφού έτρωγαν στα μαγειρεία των πανδοχείων και στα λαϊκά ταβερνάκια της αγοράς, φόρτωναν τα ζώα τους και ξεκινούσαν για τα χωριά τους. Σιγά, σιγά η πόλη άδειαζε. Οι τελευταίοι που πήγαιναν στα σπίτια τους, μετά τις τρεις, ήταν οι καταστηματάρχες. Χαρούμενοι και αυτοί και με τις τσέπες γεμάτες χρήματα. Πήγαιναν και αυτοί για να γευματίσουν, να λουστούν και να ξεκουραστούν. Το Σαββατόβραδο γι αυτούς ήταν το πιο ξεκούραστο βράδυ.
Για μας τα παιδιά υπήρχαν οι άδειοι δρόμοι, που μας περίμεναν για παιχνίδι μέχρι το βράδυ. Τα άλογα είχαν φύγει, οι κοπριές όμως ήταν παντού. Είχαμε όμως καλό Δήμαρχο, ο οποίος κάθε απόγευμα μετά το παζάρι έστελνε τον σκουπιδιάρη του Δήμου, με το μόνιππο δίτροχο κάρο του και σκούπιζε όλες τις κοπριές των ζώων, ώστε το κέντρο της πόλης να είναι καθαρό.
Άλλα χρόνια, άλλες εποχές, τότε που οι καμπίσιοι χωρικοί έρχονταν στο παζάρι με τα κάρα τους που τα τραβούσαν άλογα. Οι ορεινοί χωρικοί έρχονταν με άλογα και μουλάρια. Αυτοί οι ορεσίβιοι πάντα περπατούσαν την διαδρομή, καθώς τα ζώα τους ήταν φορτωμένα. Περπατούσαν χιλιόμετρα, από τον Μελά, από το Τρίβουνο και την Κορυφή, από τα Άλωνα, από τον Ακρίτα, από το Πισοδέρι και πιο παλιά από την Πρέσπα. Μάλιστα οι Πρεσπιώτες ξεκινούσαν από το μεσημέρι της Παρασκευής και έφταναν νύχτα στη Φλώρινα. Τα ζώα τους ήταν φορτωμένα με κοφίνια γεμάτα γριβάδια, που τα πουλούσαν στους ιχθυοπώλες. Προπολεμικά όμως, τα πρώτα λεωφορεία άρχισαν να κάνουν την διαδρομή αυτή και οι Πρεσπιώτες γλύτωσαν από τον ποδαρόδρομο. Τα πρώτα λεωφορεία πήγαιναν και προς τον Ακρίτα και τα άλλα χωριά εκείνης της περιοχής. Αρκετοί χωρικοί από τον κάμπο, καθώς και οι κάτοικοι του Ξινού Νερού έρχονταν στη Φλώρινα με το τρένο για να πουλήσουν, να ψωνίσουν και να φύγουν.
Οι περισσότεροι χωρικοί όμως έρχονταν με τα δικά τους ζώα, έτσι όπως γινόταν στον Μεσαίωνα και παλιότερα. Έτσι όπως γινόταν επί αιώνες, και όλα αυτά μέχρι την δεκαετία του 1960. Μετά ήρθαν τα αυτοκίνητα. Τέλος εποχής, και εμείς που προλάβαμε τις μεσαιωνικές εικόνες του παζαριού της Φλώρινας ζήσαμε στο μεταίχμιο δυο εποχών. Από την μια τα κάρα και τα άλογα και από την άλλη τα ΙΧ αυτοκίνητα.