Το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι στη Φλώρινα
Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης |
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι αστικό τραγούδι και δημιούργημα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων των πόλεων. Πρωτοεμφανίστηκε στην Σμύρνη στο τέλος του 19ου αιώνα και με την προσφυγιά πέρασε στην άλλη μεριά του Αιγαίου. Στη Φλώρινα όμως δεν το έφεραν οι πρόσφυγες, αλλά κάποιοι Φλωρινιώτες εργάτες, που πήγαιναν συχνά για να εργαστούν στην Θεσσαλία. Το ρεμπέτικο τραγούδι όμως στη Φλώρινα δεν είχε σχέση με την οικονομική κατάσταση και την κοινωνική τάξη αυτών που το πρωτοτραγούδησαν. Αντίθετα είχε σχέση με την πολιτισμική ταυτότητά τους. Οι νεαροί που μάθαιναν μουσική σε κάποιο σύλλογο ή συμμετείχαν σε κάποια χορωδία παρέμειναν πιστοί στην καντάδα για πάντα. Οι καλλιεργημένοι αυτοί νεαροί, τραγουδούσαν παίζοντας κιθάρα και μαντολίνο τα ελαφρά αστικά τραγούδια. Αντίθετα όσοι δεν έμαθαν κάποιο όργανο από αυστηρό Μουσικοδιδάσκαλο και γενικά δεν πήραν ευρωπαϊκή μουσική παιδεία, αυτοί ήταν πιο ανοικτοί προς το ρεμπέτικο τραγούδι και με αυτό διασκέδαζαν, αλλά και τραγουδούσαν τους έρωτές τους, τις χαρές και τις λύπες τους.
Η κλειστή ζωή της τουρκοκρατίας είχε περάσει, ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος είχε τελειώσει και τα επόμενα χρόνια ήταν χρόνια ανοικοδόμησης και οικονομικής ανάπτυξης. Η ζωή άλλαζε διαρκώς προς το καλύτερο. Στη δεκαετία του 1930 πολλοί εργαζόμενοι νεαροί της πόλης μας άλλαξαν τρόπο ζωής, αναζητώντας και αυτοί διέξοδο στο πιοτό και στις Ταβέρνες. Μερικά λαϊκά Ταβερνάκια έγιναν στέκια όπου σύχναζαν οι νεαροί πότες, οι οποίοι κάθε Σάββατο μετά τα μεσάνυχτα που έκλειναν τα Ταβερνάκια κατέληγαν στο Μπακάλικο του χωριού Σκοπιά, για να συνεχίσουν το γλέντι τους καταβροχθίζοντας κοτόπουλα με καλό κόκκινο κρασί μέχρι το πρωί. Το Μπακάλικο της Σκοπιάς είχε γίνει καταφύγιο των ξενύχτηδων, επειδή δεν έφτανε μέχρι εκεί ο έλεγχος της Χωροφυλακής την νύχτα. Οι νέοι αναζητούσαν καλή ζωή και νέες συνήθειες και ότι καινούργιο κυκλοφορούσε στις άλλες πόλεις ήθελαν να το γνωρίσουν.
Οι πρώτοι ρεμπέτες
Το ρεμπέτικο τραγούδι και οι χοροί εμφανίστηκαν στην Φλώρινα κατά την Δικτατορία του Μεταξά, που ήταν εξαιρετικά δύσκολη εποχή. Όλα ξεκίνησαν το 1938 όταν για μερικούς μήνες λειτούργησε το Ταβερνάκι «Ο Σκνίπας» του Χρήστου Νέτσιου ή Νίτσα του πρώτου ρεμπέτη της πόλης μας. Παρόλο που τα ρεμπέτικα τραγούδια ήταν απαγορευμένα ο Σκνίπας τόλμησε, επειδή είχε τον αέρα του ανθρώπου που έζησε σε μεγαλουπόλεις. Αυτός μετά την στρατιωτική του θητεία, έμπλεξε με ένα κορίτσι και μαζί της έφυγε στην Λάρισα, μετά στον Βόλο και τέλος στα Τρίκαλα. Στην περιοδεία του αυτή, όπου εργαζόταν ως εργάτης, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει ρεμπέτες, να τραγουδήσει και να χορέψει τα τραγούδια τους να γίνει και ο ίδιος ρεμπέτης. Το 1937 επέστρεψε στην Φλώρινα και την επόμενη χρονιά άνοιξε το Ταβερνάκι «Ο Σκνίπας» στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου 115, λίγο πιο κάτω από την παλιά Νομαρχία. Σε αυτό το Ταβερνάκι συγκεντρώνονταν οι νεαροί μάγκες της πόλης μας κάθε βράδυ, για να ακούσουν ρεμπέτικα τραγούδια από πλάκες γραμμοφώνου. Ο Σκνίπας ο ρεμπέτης με τα ψηλοκάβαλα παντελόνια του, που είχαν κοφτά τις τσέπες μπροστά και τα μπατζάκια λοξά, καλύπτοντας έτσι το πίσω μέρος των ψηλοτάκουνων παπουτσιών του, χόρευε ασταμάτητα αδιαφορώντας για την εξυπηρέτηση των πελατών του. Αλλά και οι νεαροί μάγκες για τον Σκνίπα πήγαιναν, για να τον δουν να χορεύει το ζεϊμπέκικο και τον χασάπικο χορό.
Στη Φλώρινα, από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, όσους χορούς χόρευαν με μελωδίες ανατολίτικων αμανέδων τους ονόμαζαν «τσερκέζικα ζεϊμπέκικα». Χόρευαν επίσης και «πηδηχτό χασάπικο» σαν το γνωστό χασαποσέρβικο. Το ζεϊμπέκικο όμως του Σκνίπα ήταν εξευγενισμένο και ελληνοποιημένο ζεϊμπέκικο, με ωραίες μάγκικες κινήσεις. Τον χασάπικο χορό επίσης αυτός τον πρωτοχόρεψε με όλες του τις φιγούρες. Είχε καθιερωθεί μάλιστα μετά τις δέκα και μισή κάθε βράδυ να χορεύει ο Σκνίπας στο Ταβερνάκι του μπροστά σε όλους τους νεαρούς μάγκες, που τον θαύμαζαν για της χορευτικές του ικανότητες. Στο τέλος έκαμνε τον Σαρλό με δεξιοτεχνία και το πρόγραμμα τελείωνε.
Ο Σκνίπας έμαθε πολλούς να χορεύουν ζεϊμπέκικο και χασάπικο, και μάλιστα όσοι έμαθαν από αυτόν έλεγαν «χασάπικο αλά Σκνίπα» ή «ζεϊμπέκικο αλά Σκνίπα», επειδή ο Σκνίπας είχε προσθέσει δικές του φιγούρες στους παραπάνω χορούς. Τόσο πολύ είχε επηρεάσει τους νεαρούς με τους χορούς του, που μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 οι νεαροί χόρευαν «αλά Σκνίπα» στην Ταβέρνα του Ευκλείδη, δίχως να γνωρίζουν ποιος ήταν ο Σκνίπας.
Και όλα πήγαιναν μια χαρά στο Ταβερνάκι των ρεμπέτηδων με χορούς, τραγούδια, μεζέδες και κρασί, μέχρι που το επισκέφτηκε ο Νομάρχης Τσαχτσήρας, που όλα ήταν υπό τον έλεγχό του. Ο Νομάρχης είχε μάθει από την Χωροφυλακή για τους ρεμπέτες που μαζευόταν δυο βήματα πέρα από την Νομαρχία, και θέλησε να τους επισκεφτεί ο ίδιος, που ήταν πιο φοβερός από τον χωροφύλακα. Μόλις ο Νομάρχης μπήκε στο Ταβερνάκι όλοι πάγωσαν και σταμάτησαν το γραμμόφωνο. Αφού ο Νομάρχης έριξε το απειλητικό του βλέμμα του σε όλους, ρώτησε γιατί το Ταβερνάκι ονομάστηκε «ο Σκνίπας». Τότε ο Χρήστος Νέτσιος χωρίς να τα χάσει του απάντησε πως όπως οι σκνίπες μαζεύονται γύρω από την κάνουλα του βαρελιού, έτσι και οι πελάτες του μαζευόταν στο Ταβερνάκι για να πιουν κρασί και να διασκεδάσουν. Ο Νομάρχης χωρίς δεύτερη κουβέντα «διέταξε» τον Σκνίπα να κατεβάσει την ταμπέλα του μαγαζιού και να αναρτήσει νέα ταμπέλα, στην οποία θα αναγραφόταν «Ουζοπωλείον η 4η Αυγούστου». Η διαταγή του Νομάρχη εκτελέστηκε την άλλη ημέρα και οι ρεμπέτες της Φλώρινας συνέχισαν να γλεντούν στο Ταβερνάκι της «4ης Αυγούστου», νομίζοντας ότι ήταν καλυμμένοι από τον τίτλο της ταμπέλας. Η Χωροφυλακή όμως με τις συχνές της επισκέψεις στο Ταβερνάκι για έλεγχο και συλλήψεις, καθοδηγούμενη από τον Νομάρχη, κατάφερε να διώξει την πελατεία του Σκνίπα. Έτσι στα μέσα του 1938 έκλεισε το πρώτο Ταβερνάκι στέκι των ρεμπέτηδων, το Ταβερνάκι όπου ακούστηκαν τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα, του Βαγγέλη Παπάζογλου, του Δημήτρη Γκόγκου, του Γιάννη Παπαϊωάννου, του Βασίλη Τσιτσάνη και άλλων μεγάλων συνθετών. Ήταν το πρώτο Ταβερνάκι όπου χόρεψαν και έμαθαν να χορεύουν ζεϊμπέκικο και χασάπικο χορό. Εκεί έγινε το ξεκίνημα για μια ευρύτερη διάδοση αυτών των χορών, αλλά και του ρεμπέτικου τραγουδιού στη Φλώρινα.
Ο Σκνίπας αναγκάστηκε να μετακομίσει στα Καβάκια, σε ένα μαγαζί με αυλή (όπου σήμερα βρίσκεται το ασβεστοποιείο Χατζηλία), κουβαλώντας πάντα το βάρος της ταμπέλας «Ουζοπωλείον η 4η Αυγούστου», κατά παραγγελία του Νομάρχη Τσαχτσήρα. Το νέο Ταβερνάκι είχε μεγάλη αυλή με λεύκες και μια βρύση με τρεχούμενο κρύο νερό. Ο Σκνίπας νοικοκύρεψε την αυλή και μάλιστα άσπρισε με ασβέστη του κορμούς των δένδρων, τον φράχτη και την βρύση. Σε αυτό οι ρεμπέτες βρήκαν την ησυχία τους, και έγινε ένα εξοχικό στέκι διαφορετικό από εκείνο της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το γραμμόφωνο έπαιζε ασταμάτητα ρεμπέτικα τραγούδια και οι δυο Σερβιτόροι ο Κώστας Τορώνης και ο Μιχάλης Καράντζας, ντυμένοι με άσπρα υποκάμισα και μαύρα παντελόνια, εξυπηρετούσαν μάγκικα τους πελάτες τους. Σέρβιραν και αναψυκτικά για να δίνει την εντύπωση εξοχικού Καφενείου. Αλλά και αυτό το Ταβερνάκι δεν γλύτωσε από τις επισκέψεις της Χωροφυλακής και τελικά έκλεισε μετά το καλοκαίρι του 1938. Στη συνέχεια ο Σκνίπας έφυγε για δουλειά στην Λάρισα. Το 1947 εξορίστηκε στην Γυάρο, και το 1948 μετανάστευσε στον Καναδά, όπου και πέθανε ο πρώτος ρεμπέτης της πόλης μας. Στις αναμνήσεις όλων ο Σκνίπας έχει μείνει ως μεγάλος γλεντζές και εξαιρετικός χορευτής.
Οι Ρεμπέτες, τα χρόνια εκείνα στην πόλη μας, ήταν νεαροί, που γλεντούσαν με ρεμπέτικα τραγούδια από γραμμόφωνο, χόρευαν χασάπικο και ζεϊμπέκικο, έπιναν άφθονο κρασί, τσίπουρο και ούζο, κάπνιζαν τσιγάρα και τα γλέντια τους κρατούσαν μέχρι το πρωί. Δεν υπήρχε όμως ορχήστρα, και κανείς από αυτούς δεν έπαιζε μπουζούκι ή μπαχλαμαδάκι.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου με το μπουζούκι του όταν υπηρετούσε στο 1ο Σ.Π. Αθηνών
Το 1940 πριν την κήρυξη του πολέμου, πολλοί νοτιοελλαδίτες στρατιώτες υπηρέτησαν στην πόλη μας. Μερικοί ήταν ρεμπέτες και έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο. Ένας από αυτούς ήταν και ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο γνωστός συνθέτης, που υπηρέτησε ως στρατιώτης στην πόλη μας αρκετούς μήνες. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου με μερικούς στρατιώτες, έκανε μια μικρή ορχήστρα και συγκεντρωνόταν στο Ταβερνάκι του Βάλα (απέναντι από την Ταβέρνα του Ευκλείδη). Ο Βάλας ήταν χασάπης, αλλά διατηρούσε και αυτό το εξοχικό Ταβερνάκι, όπου σέρβιρε εκλεκτά κεμπάπια, τουρσιά, τσίπουρο και κρασί. Το Ταβερνάκι είχε ένα μεγάλο τραπέζι και πάγκους γύρω από αυτό, έτσι όλοι οι πελάτες γινόταν μια παρέα. Σε αυτό το απόμερο Ταβερνάκι σύχναζε ο Γιάννης Παπαϊωάννου και άλλοι στρατιώτες, και γρήγορα σμίξανε με τους Φλωρινιώτες, και μάλιστα πολλοί νέοι πήγαιναν στον Βάλα για να ακούσουν τον Παπαϊωάννου που τραγουδούσε δικά του τραγούδια και άλλα ρεμπέτικα. Όλα γίνονταν πρόχειρα και χωρίς καμιά προετοιμασία σε αυτό το στέκι των νεαρών και των φαντάρων, όπου όλοι τραγουδούσαν, χόρευαν και έπιναν. Τότε τα αγαπημένα τραγούδια των στρατιωτών ήταν η «Μαρία Μανταλένα» και ο «Αντώνης ο Βαρκάρης», επιτυχίες της εποχής, αλλά και πολύ ωραίες μελωδίες για χασάπικο χορό. Στο Ταβερνάκι του Βάλα τραγουδήθηκαν πολλά απαγορευμένα ρεμπέτικα τραγούδια, και μάλιστα από ένστολους, σε δύσκολες εποχές μέχρι την κήρυξη του πολέμου. Πολλοί ισχυρίζονται ότι και ο Βασίλης Τσιτσάνης υπηρέτησε την ίδια εποχή στην πόλη μας. Δεν αληθεύει όμως η παραπάνω πληροφορία, αν και υπήρξε κάποιος στρατιώτης Χρήστος Τσιτσάνης, ο οποίος έλεγε ότι ήταν αδελφός του Βασίλη Τσιτσάνη, και έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε, αν και τραύλιζε λίγο, στο Κουρείο του Τάκου Σπυρομήλιου. Σε αυτό το Κουρείο σύχναζε και τραγουδούσε και ο Γιάννης Παπαϊωάννου, μέχρι την κήρυξη του πολέμου. Η φανταρίστικη κομπανία του Γιάννη Παπαϊωάννου, στην Ταβέρνα του Βάλα ήταν η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία που τραγούδησε ζωντανά ρεμπέτικα τραγούδια στη Φλώρινα.
Οι μάγκες της κατοχής και του εμφυλίου
Κατά την γερμανική Κατοχή, με την «μαύρη αγορά» έφτασαν στην πόλη μας πολλές πλάκες γραμμοφώνου ρεμπέτικων τραγουδιών. Έτσι μερικοί Ταβερνιάρηδες, αγοράζοντας αυτές τις πλάκες εμπλούτισαν την δισκοθήκη τους με μια μεγάλη ποικιλία γνωστών, άγνωστων και απαγορευμένων τραγουδιών. Αρκετές πλάκες γραμμοφώνου κατέληξαν στο Ουζερί του «Αρίστου», που τότε ήταν στην γειτονιά Καραγκιόζη, και οι περισσότερες στην Ταβέρνα του «Κωστάκη», απέναντι από το Οικοτροφείο, όπου οι μάγκες γλεντούσαν με ρεμπέτικα τραγούδια σε όλη την διάρκεια της Κατοχής. Το Ουζερί του «Αρίστου» ήταν παλιό και η πελατεία του αρκετά σοβαρή, επειδή σύχναζαν σε αυτό μεσήλικες, οι οποίοι όμως άκουγαν ρεμπέτικα τραγούδια και απολάμβαναν το ούζο και τον μεζέ τους. Αντίθετα στην Ταβέρνα «Ο Κωστάκης» του Κώστα Τορώνη, που άνοιξε το 1941 συγκεντρωνόταν οι νεαροί, οι οποίοι πήγαιναν εκεί για να μάθουν να χορεύουν. Ο ίδιος ο Τορώνης ήταν και χοροδιδάσκαλος και ταβερνιάρης και σερβιτόρος, και μάλιστα είχε την καλύτερη δισκοθήκη ρεμπέτικων τραγουδιών. Γλέντι και χορό στην Ταβέρνα του Τορώνη μέχρι τις οκτώ το βράδυ, επειδή αυτήν την ώρα έκλειναν όλα τα μαγαζιά και κανείς δεν κυκλοφορούσε στον δρόμο, κατόπιν διαταγής των γερμανικών αρχών Κατοχής. Και ενώ τα γλέντια με ζεϊμπέκικο και χασάπικο συνεχιζόταν στην Ταβέρνα – Χοροδιδασκαλείο του Τορώνη, επενέβη η Χωροφυλακή που διατηρούσε την μεταξική νοοτροπία και διέλυσε το στέκι των ρεμπέτηδων.
Στον εμφύλιο πόλεμο τα Ταβερνάκια για μάγκες γίνανε περισσότερα, επειδή στην πόλη μας υπήρχε μεγάλος αριθμός στρατιωτών, οι οποίοι ελεύθερα διασκέδαζαν στην Ταβέρνα «ο Κωστάκης» του Κώστα Τορώνη, στην Ταβέρνα του «Κουτσογιώργου» στα Καυκάσικα και στην Ταβέρνα «Τα μεθυσμένα αηδόνια» του Μιχαήλ Σουλτανίδη. Πολλοί στρατιώτες ήταν μάγκες και λάτρες του ρεμπέτικου τραγουδιού και σε αυτά τα Ταβερνάκια «ξέδιναν» κάθε φορά που επέστρεφαν από τις επιχειρήσεις στα βουνά. Οι μάγκες στρατιώτες δεν υπολόγιζαν την Χωροφυλακή, ούτε και την ΕΣΑ, αλλά και αυτοί, λόγω της καταστάσεως, δεν τους ενοχλούσαν όταν διασκέδαζαν. Έτσι κάθε βράδυ στηνόταν το ίδιο σκηνικό σε αυτά τα Ταβερνάκια, όπου οι μεθυσμένοι στρατιώτες με ξεκούμπωτα τα υποκάμισα άδειαζαν τα ποτήρια τους και χόρευαν ζεϊμπέκικο ακούγοντας ρεμπέτικα τραγούδια από το γραμμόφωνο.
Στο Κάτω Τσιφλίκι υπήρχε ένα Καφενείο, το Καφενείο του «Ρώσου», που σε όλη την περίοδο του εμφυλίου πολέμου συγκέντρωνε πολλούς στρατιώτες και κάτοικους του Τσιφλικίου και πολύ φθηνά σέρβιρε ούζο και μεζέ, που ήταν μια μπουκιά ψωμί, μια ελιά και δυο τρία φασόλια. Στο Καφενείο του «Ρώσου» υπήρχε γραμμόφωνο με πολλά ρεμπέτικα τραγούδια και εκεί γλεντούσαν φθηνά οι μάγκες στρατιώτες.
Μετά τον πόλεμο η λογοκρισία απαγόρευσε τα περισσότερα ρεμπέτικα τραγούδια και όσα επιτράπηκαν εντάχτηκαν στα λαϊκά ελληνικά τραγούδια. Για ένα διάστημα στην δεκαετία του 1950 κυκλοφόρησαν και τα «αρχοντορεμπέτικα», όπως ονομάστηκαν μετά, τα οποία ήταν μεταξύ του λαϊκού τραγουδιού και του παλιού ελαφρού αστικού τραγουδιού ή με μελωδία δημοτικού συρτού χορού. Το λαϊκό όμως τραγούδι κέρδιζε συνεχώς έδαφος, παρόλο που στις Ταβέρνες της Φλώρινας επικρατούσαν οι καντάδες και τα παλιά αστικά τραγούδια.
Το λαϊκό τραγούδι μετά τον πόλεμο
Τα καλοκαίρια του 1953 και 1954 η Ταβέρνα του Στούκα, απέναντι από την σημερινή Τράπεζα της Ελλάδος, που είχε αυλή στο πίσω μέρος έφερε λαϊκές ορχήστρες και τραγουδίστριες. Οι συντηρητικοί καταστηματάρχες με την ευρωπαϊκή μουσική παιδεία άρχισαν σιγά σιγά να προσαρμόζονται στο λαϊκό τραγούδι. Αργότερα και άλλες λαϊκές ορχήστρες που περιόδευαν στην επαρχία έπαιξαν και τραγούδησαν σε καλές Ταβέρνες της Φλώρινας. Οι ορχήστρες αυτές όμως ερχόταν μόνο τα καλοκαίρια, και επειδή δεν υπήρχε μόνιμη λαϊκή ορχήστρα στην πόλη μας, το νυχτερινό κέντρο «Πανόραμα» έγινε μπουζουξίδικο το 1959. Λίγο αργότερα και το νυχτερινό κέντρο «Μηλιές» έφερε και αυτό λαϊκή ορχήστρα. Ο πρώτοι μπουζουξήδες ήταν κάποιος Γρηγόρης, ένας άλλος που ονομαζόταν ο Βασιλάκης και ο Νίκος Βαλαβάνης. Το πρόγραμμα των νυχτερινών κέντρων είχε ευρωπαϊκούς χορούς πριν τα μεσάνυκτα και μετά άρχιζε το λαϊκό πρόγραμμα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 χόρευαν το ζεϊμπέκικο, που τον θεωρούσαν πολύ μάγκικο χορό, το χασάπικο, που ήθελε λεπτές και ωραίες κινήσεις και χασαποσέρβικο, που ήταν χορός για όλη την παρέα. Το τσιφτετέλι δεν το χόρευαν, επειδή το θεωρούσαν θηλυπρεπή χορό. Εξάλλου το τσιφτετέλι το έφεραν στην Φλώρινα οι Ντιζέζ και μόνο αυτές το χόρευαν όταν τραγουδούσαν για να είναι πιο ελκυστικές. Στα δυο αυτά νυχτερινά κέντρα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 έκανε την εμφάνισή του το «σπάσιμο» δηλαδή να σπάνουν πιάτα και ποτήρια και να αδειάζουν τα τραπέζια στην πίστα. Πάρα τις απαγορεύσεις τίποτε δεν σταματούσε τους γλεντζέδες με τα πολλά λεφτά να σπάνουν πιάτα στην πίστα, μέχρι τα χρόνια της Χούντας, που κυκλοφόρησαν τα γύψινα πιάτα. Αυτά όταν έσπαζαν δεν πετούσαν θραύσματα όπως τα άλλα με κίνδυνο να τραυματίσουν τους μουσικούς και αυτούς που χόρευαν. Τα επόμενα χρόνια το σπάσιμο πιάτων αντικαταστάθηκε από τα γαρύφαλλα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 το λαϊκό τραγούδι άρχισε να μεταδίδεται γρήγορα και στην πόλη και στα χωριά. Βασικός παράγοντας ήταν η μεγάλη μετανάστευση στην Αμερική την Αυστραλία, το Βέλγιο και την Γερμανία. Πολλές οικογένειες έστειλαν τα παιδιά τους για δουλεία στο εξωτερικό και ο πόνος της ξενιτιάς απαλυνόταν με το λαϊκό τραγούδι. Ο Στέλιος Καζαντζίδης ο πιο γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής, καθώς και άλλοι τραγουδούσαν για την ξενιτιά και τους καημούς της, και μαζί τους τραγουδούσαν όλοι στα Καφενεία των χωριών και της πόλης, όπου έπαιζαν οι δίσκοι των 45 στροφών στα πρώτα πικάπ. Τότε το λαϊκό τραγούδι δεν μεταδίδονταν από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ο μόνος ραδιοφωνικός σταθμός που μετέδιδε λαϊκά τραγούδια ήταν ο σταθμός του Πύργου της Αμαλιάδας. Στη Φλώρινα μόλις ακουγόταν το βράδυ, και όμως η ακροαματικότητά του ήταν μεγάλη.
Μερικές Ταβέρνες είχαν γραμμόφωνα και μετά πικάπ με λαϊκά τραγούδια. Μια από αυτές ήταν η Ταβέρνα «Ευκλείδης» του Ευκλείδη Βελλιάνη που άνοιξε το 1957. Η Ταβέρνα αυτή αργότερα απέκτησε και τζουκ-μπόξ με λαϊκά τραγούδια, και είχε γίνει πόλος έλξης για τους μαθητές και τους εργαζόμενους νεαρούς. Οι μαθητές πήγαιναν κρυφά και με τον φόβο της αποβολής από το σχολείο, τα Σαββατόβραδα. Στις γιορτές όμως και στις διακοπές μπορούσαν να κινηθούν με μεγαλύτερη ελευθερία. Στο τέλος της δεκαετία του 1960 ήταν μεγάλο κατόρθωμα για τους μαθητές να πάνε και να γλεντήσουν στον Ευκλείδη. Όποιος μαθητής δεν είχε φάει τας-κεμπάπ, δεν είχε πιει ρετσίνα και δεν είχε σπάσει το ποτήρι του στο πάτωμα ή δεν άκουσε λαϊκά τραγούδια από το τζουκ μποξ του Ευκλείδη και δεν χόρεψε χασάπικο ή ζεϊμπέκικο ή δεν κάπνισε τσιγάρο που το έκρυβε κάτω από το τραπέζι, ήταν εκτός του συρμού της εποχής. Έτσι οι μαθητές με το πενιχρό τους χαρτζιλίκι, μάζευαν λίγα χρήματα για να πάνε έστω μια φορά.
Μετά την Μεταπολίτευση όμως το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε να ακούγεται πάλι σε Ταβέρνες όπου συγκεντρωνόταν οι νέοι. Το 1984 λειτούργησε το «Καφωδείο» στην Λεωφόρο Νίκης και γρήγορα έγινε το στέκι των Σπουδαστών και Φοιτητών. Στo «Καφωδείο» μπορούσε κανείς να γευτεί κρύους εκλεκτούς μεζέδες, κόκκινο κρασί και να απολαύσει την ρεμπέτικη κομπανία που έπαιζαν ασταμάτητα πάνω στο πάλκο γνήσια ρεμπέτικα τραγούδια. Έκλεισε όμως την ίδια χρονιά. Το «Καφωδείο» ήταν το καλύτερο ρεμπέτικο μαγαζί, που η ποιότητά του άφησε αναμνήσεις, παρόλο που η διάρκεια ύπαρξής του ήταν ελάχιστη.
Στην δεκαετία του 1960 πολλά λαϊκά τραγούδια έγιναν γνωστά από τις ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες. Ο ελληνικός κινηματογράφος προώθησε το λαϊκό τραγούδι και πολλές ορχήστρες αλλά και τραγουδιστές έγιναν γνωστοί στην επαρχία από τον κινηματογράφο. Εξάλλου όλοι οι επαρχιώτες πρώτα είδαν πως γλεντούν στα «μπουζούκια» στις ελληνικές ταινίες και μετά γλέντησαν και οι ίδιοι σε κάποιο κέντρο με μπουζούκια.
Οι μπουζουξήδες και οι τραγουδιστές
Το μπουζούκι, το πιο χαρακτηριστικό όργανο της λαϊκής μας μουσικής, που ήταν απαγορευμένο στα χρόνια της Δικτατορίας του Μεταξά και περιφρονημένο στα επόμενα χρόνια, άρχισε να γίνεται αγαπητό σε όλους μετά το 1960. Οι πρώτοι ξένοι μπουζουξήδες έμαθαν μερικού νέους να παίζουν μπουζούκι. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δημήτρης Δότης, που τότε ήταν έφηβος και εργαζόταν ως Σερβιτόρος στο «Πανόραμα». Μετά έφυγε στην Αθήνα και αργότερα στην Αμερική, όπου ζει μόνιμα. Ο Δημήτρης ή Τάκης Δότης, από την γειτονιά Τσεκούρι είναι ο πρώτος Φλωρινιώτης επαγγελματίας μπουζουξής.
Πολλοί νέοι στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ήθελαν να μάθουν μπουζούκι, αλλά δεν υπήρχε Δάσκαλος. Το πρόβλημα το έλυσε ο δραστήριος Μουσικός Σταύρος Μιχαηλίδης και πιο γνωστός ως Τάβης, που είχε Σχολή Μουσικής, όλων σχεδόν των εγχόρδων μουσικών οργάνων και στεγαζόταν σε μια αίθουσα του συλλόγου «Αριστοτέλης». Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Τάβης άρχισε να διδάσκει μπουζούκι στους πρώτους μαθητές του μέσα στους χώρους του «Αριστοτέλη», που ο σύλλογος αυτός ήταν αυστηρά προσανατολισμένος στην ευρωπαϊκή μουσική παιδεία. Μόλις ο Τάβης τελείωνε με το ακορντεόν και την κιθάρα άρχιζε το μάθημα του μπουζουκιού και οι πενιές μπερδευόταν καμιά φορά με τις μελωδίες της χορωδίας του συλλόγου, που έκαμνε πρόβα στον πάνω όροφο. Από τους πρώτους μαθητές του ήταν ο Δημήτρης ο Κοκαρόπουλος, πιο γνωστός ως Μητσάρας, που έδενε το μπουζούκι στην σχάρα του ποδηλάτου του και ξεκινούσε από το Αμμοχώρι για να παρακολουθήσει μαθήματα μπουζουκιού στον Τάβη. Ο Μητσάρας έγινε επαγγελματίας μπουζουξής τα επόμενα χρόνια. Πολλοί νέοι έμαθαν να παίζουν μπουζούκι στην σχολή του Τάβη. Οι περισσότεροι μάθαιναν για να παίζουν ερασιτεχνικά. Μερικοί όμως έγιναν επαγγελματίες.
Την περίοδο αυτή το μπουζούκι απέκτησε φίλους, όπως τον Ράσο, που ήταν μουσουλμάνος, και έγινε χριστιανός και πήρε το όνομα Δημητράκης. Από το 1964 περίπου ο Ράσος, εκείνος ο εξευγενισμένος μάγκας, που έμενε στην ίδια αυλή με τον ζωγράφο τον Στερίκα Κούλη, κυκλοφορούσε στους παραποτάμιους δρόμους και στην αγορά, νύχτα και μέρα, με το μπουζούκι του στο χέρι. Ο Ράσος δεν ήξερε να παίζει μπουζούκι, αλλά το «παίδευε» όπως έλεγε ο ίδιος και προσπαθούσε να το μάθει. Πόσο όμως του πήγαινε το μπουζούκι με την εμφάνισή του, το είχε καταλάβει και ο ίδιος, και γι αυτό δεν το άφηνε από το χέρι του. Ο Ράσος ήταν ψηλός, λεπτός, με ίσια μαύρα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, με λεπτό μουστάκι τύπου «έρολφλιντ» και λοξή φαβορίτα. Φορούσε πάντα σακάκι με σιδερωμένο παντελόνι και παντοφλέ μαύρα παπούτσια με κάπως υψηλά τακούνια. Ο Δημητράκης ή Ράσος είχε μέσα του μια μοναδική ευγένεια, ακόμη και οι μάγκικες κινήσεις του έδειχναν άνθρωπο γεννημένο με λεπτότητα. Τα βράδια έπαιζε καμιά πενιά στο Μαγειρείο του Μαρσέλου που ήταν στην πλατεία, έτσι για να τον ακούνε όσοι έκαμναν την βραδινή τους βόλτα. Πιο αργά πήγαινε από Ταβέρνα σε Ταβέρνα και από παρέα σε παρέα και έπαιζε καμιά πενιά, που την άφηνε στην μέση για να τραγουδήσει και πριν τελειώσει το τραγούδι, η επόμενη κίνηση ήταν να προβάλει μπροστά το μπουζούκι σαν κουμπαρά, όπου έριχναν λίγα κέρματα «για να ζήσει και ο Δημητράκης». Ο Ράσος κατέχει και μια πρωτιά στη Φλώρινα: ήταν ο πρώτος που έψαλε τα κάλαντα στα μαγαζιά παίζοντας μπουζούκι. Στις δεκαετίες ‘80 και ‘90 εκλεκτοί οργανοπαίχτες στο μπουζούκι ήταν ο Χρήστος Σαϊλάκης, ο Μηνάς Χρηστίδης, ο Γιώργος Τσορμπάρης ο Σάκης και ο Μάκης Τζαμπάζης.
Στην δεκαετία του 1960 εμφανίστηκαν και οι πρώτοι Φλωρινιώτες τραγουδιστές λαϊκών τραγουδιών. Άλλοι τραγουδούσαν ερασιτεχνικά για το κέφι τους και μερικοί συνέχισαν να τραγουδούν ανοίγοντας έτσι την επαγγελματική τους καριέρα. Ο πρώτος που τραγούδησε λαϊκά τραγούδια, στο πάλκο του εξοχικού κέντρου «Μηλιές», ήταν ο Φίλιππος Γίτσης, ο οποίος μόλις είχε απολυθεί από το ναυτικό το 1965 περίπου. Ο Φίλιππας όμως στη συνέχεια ασχολήθηκε με όλα τα είδη του ελληνικού τραγουδιού και συγκρότησε δική του τοπική ορχήστρα. Την ίδια περίοδο, μαζί με τον Φίλιππα, τραγουδούσε στις «Μηλιές» και ο Γιάννης Αποστολίδης, ο οποίος τότε ήταν έφηβος.
Ο Γιάννης έφυγε στην Αθήνα, όπου έκανε λαμπρή καριέρα στο λαϊκό τραγούδι και έγινε γνωστός σε όλη την Ελλάδα με το όνομα Γιάννης Φλωρινιώτης. Τον Γιάννη ακολούθησε και ο αδελφός του Αντώνης Αποστολίδης, ο οποίος είναι λαϊκός τραγουδιστής γνωστός με το όνομα Λορέντζος. Την ίδια περίοδο στις «Μηλιές» τραγουδούσε λαϊκά τραγούδια και ο Αποστόλης Θαλής (Τόλης), από το κάτω Τσιφλίκι.
Ήταν και η Σόφη Κασιάρα (Κάση) και ο Βαγγέλης Φέκος, ο Σταύρος Τσουμήτας η Μαρία Αρβανίτου και αργότερα ο Αντώνης Μοντεσνίτσας και ο Κοσμάς Ζουρνατζίδης.
Το 1972 περίπου, ένας άλλος λαϊκός τραγουδιστής και αργότερα συνθέτης έκανε την εμφάνισή του στο κέντρο «Black Red». Ήταν ο Μιχάλης Μυλωνάς, που τότε ήταν έφηβος και άρχιζε την καριέρα του στην λαϊκή μουσική και το τραγούδι.
Κυριότερα καταστήματα ήταν η Ρετρό, το Φανάρι, το Πεταλωτήριο, το Μονοπώλιο, το Μέγαρο, Sun set, Νότες, Μουσικές Επιλογές, Ενώ κυριότεροι τραγουδιστές ήταν οι: Τέλης Τσιρώνης, Σάκης Μπράβας, Μήτσος Παπαδόπουλος, Κώστας Λοζάνης, Χαρούλα Γεωργίου, Λένα Παραστατίδου, Ρεβέκα Περχανίδου, Χρήστος και Λένα Μακατσέλου, Παυλίδης Αριστείδης, Δόντιος Στέλιος και Βασίλης, Νεκτάριος Βαμβακούσης, Φερεντίνος Φαίδων, Ρέμπελος Κλήμης Χριστιάνα Τσουμήτα και Ηλιόπουλος Κώστας.
Από το 1980 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 2010 ανοίγουν πολλά κέντρο διασκέδασης και πολλοί νέοι ειδικεύονται στο λαϊκό και στο ρεμπέτικο τραγούδι.
Επίλογος
Αυτή ήταν η πορεία του ρεμπέτικου τραγουδιού στην Φλώρινα, που εμφανίστηκε στα χρόνια της Δικτατορίας του Μεταξά, τότε που η λογοκρισία σε όλη την Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό το είχε περιορίσει με αποτέλεσμα οι πολλές παραλλαγές του να δημιουργήσουν το λαϊκό τραγούδι. Αλλά και αυτό δεν ενισχύθηκε. Το λαϊκό τραγούδι στη Φλώρινα, μόνο του κατάφερε να επικρατήσει στα χρόνια της μεγάλης μετανάστευσης και στην χρυσή περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου. Το στρατιωτικό καθεστώς του Γεωργίου Παπαδοπούλου, παρά την λογοκρισία, προώθησε το λαϊκό τραγούδι. Μετά το 1974 ακουγόταν όλα τα παλιά ρεμπέτικα, απαγορευμένα και μη, καθώς και όλα τα λαϊκά τραγούδια.
Δημήτρης Μεκάσης