H εξέλιξη των ενδυμάτων στη Φλώρινα
Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης |
Πριν την εμφάνιση των ευρωπαϊκών ρούχων, οι άνδρες στη Φλώρινα φορούσαν τα αντερί που ήταν σαν ράσα. Το ένδυμα αυτό ήταν των εμπόρων και των τεχνιτών, των χαντζήδων και γενικά των χριστιανών της πόλης. Υπήρχαν τα αντερί της εργασίας και τα επίσημα αντερί. Τον χειμώνα φορούσαν το χειμωνιάτικο αντερί, που ήταν από λεπτό ύφασμα σαγιάκι. Κάτω από το αντερί, φορούσαν το γούνινο κουζούφι, που ήταν γιλέκο από προβιά με την γούνα προς τα μέσα και το δέρμα από έξω. Υπήρχε και το θερινό αντερί. Το βαμβακερό αυτό ένδυμα ήταν ριγέ σε καφέ σκούρο ή μπλε σκούρο χρώμα, και φοδραρισμένο με μεταξωτό ύφασμα. Ήταν μακρύ μέχρι τους αστραγάλους και σχιστό στα πλάγια για να διευκολύνει το βάδισμα. Όποιος φορούσε αντερί φορούσε και «τζίβρες» που ήταν μάλλινο πλεκτό ανδρικό καλσόν. Τα παπούτσια που ταίριαζαν με το αντερί ήταν τα «παπαδίστικα», που ήταν ημίμποτα και αντί για κορδόνια είχαν λάστιχο στα πλάγια, ώστε να φοριούνται εύκολα. Στο κεφάλι φορούσαν φέσι με φούντα. Το αντερί ήταν αστικό ντύσιμο άλλων παλαιότερων εποχών. Έμοιαζε με ράσο, αλλά η λέξη αντερί προέρχεται από την τουρκική λέξη «enteri» που σημαίνει ποδήρης χιτώνας. Αυτό το ντύσιμο ήταν το επίσημο και το καθημερινό αστικό ντύσιμο για παιδιά, άνδρες και γέρους πριν την εμφάνιση των ευρωπαϊκών ενδυμάτων.
Τα αντερί φτιάχνονταν από ειδικούς ράφτες, που δεν έραβαν άλλα ρούχα εκτός από αντερί. Αυτοί ονομαζόταν αντεριτζήδες και είχαν τα εργαστήρια τους σε μικρά μαγαζιά στο κέντρο της πόλης ή στα σπίτια τους. Ο τελευταίος αντεριτζής ήταν κάποιος Μιχαηλίδης που είχε το εργαστήριο στο σπίτι του στη γειτονιά Ρετζί και έκλεισε στην δεκαετία του 1920.
Πολλοί Φλωρινιώτες φορούσαν τις τοπικές ενδυμασίες των χωριών, από τα οποία κατάγονταν και τις άλλαζαν μόνο, όταν προσαρμοζόταν στον τρόπο ζωής της πόλης. Οι Τούρκοι φορούσαν τα δικά τους ρούχα και οι περισσότεροι δεν τα άλλαξαν ούτε και μετά την εμφάνιση των παντελονιών. Η τουρκική εξουσία ήθελε από τα ρούχα να ξεχωρίζουν οι φυλές, έτσι που ο ραγιάς να φαίνεται από τα ρούχα του, και ο κατακτητής από τα δικά του. Τα ρούχα των χριστιανών ήταν σκούρα και μελανά. Αντίθετα των τούρκων τα ρούχα είχαν ζωηρά χρώματα. Όποιος χριστιανός τολμούσε να προσθέσει κάτι φανταχτερό στα ρούχα του είχε να αντιμετωπίσει την τουρκική δικαιοσύνη, αλλά και τον τουρκικό όχλο. Κανείς δεν τολμούσε να αλλάξει κάτι στην ενδυμασία του, ούτε στη πόλη, ούτε στα χωριά. Η εξουσία ασκούσε ψυχολογική πίεση στους χριστιανούς με τα μελανά ρούχα, και υπεροχή στους τούρκους με τα χαρούμενα και φωτεινά χρώματα. Και στην νότια Ελλάδα επικρατούσε ή δια κατάσταση. Η λέξη «τσολιάς» στα τούρκικα σημαίνει κουρελιασμένος.
Οι Φλωρινιώτες είδαν για πρώτη φορά την ευρωπαϊκή ένδυση, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι ευρωπαίοι περιηγητές, οι οποίοι πέρασαν από την πόλη και τα χωριά αναζητώντας αρχαία ερείπια και καταγράφοντας τοπωνύμια και συνήθειες. Δεν φαντάστηκαν όμως ποτέ ότι κάποτε θα φορούσαν και αυτοί τέτοια ρούχα, επειδή η αφόρητη καταπίεση δεν άφηνε περιθώρια να φανταστούν τους εαυτούς, χωρίς τα μελανά ρούχα που τους επέβαλε η τουρκική εξουσία.
Κάποτε όμως, στις αρχές του 19ου αιώνα, ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β’, ο Μεταρρυθμιστής, επέτρεψε στους χριστιανούς να φορούν ευρωπαϊκά ρούχα, και τους χωρικούς να φτιάξουν τοπικές ενδυμασίες με πιο φανταχτερά χρώματα.
Κάποιοι χριστιανοί γιατροί που εργάστηκαν στη Φλώρινα στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν οι μόνοι που φορούσαν ευρωπαϊκά ρούχα σε μια πόλη που τα αντερί, οι τοπικές ενδυμασίες και τα σαλβάρια, ήταν τα μόνα ενδύματα. Οι γιατροί αυτοί ήταν σπουδαγμένοι στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και είχαν αποκτήσει ευρωπαϊκές συνήθειες, οι οποίες δεν ήταν αποδεκτές από τον τουρκικό πληθυσμό της πόλης. Δεν αντιδρούσαν όμως, και φαινομενικά αποδέχονταν τον εκάστοτε γιατρό, επειδή αυτός είχε την εύνοια των τοπικών Μπέηδων.
Την ίδια εποχή, οι περιπλανώμενοι ραφτάδες, που τότε τους ονόμαζαν «τερζήδες», πήγαιναν στα σπίτια και έραβαν για όλη την οικογένεια, άρχισαν να ράβουν και παντελόνια. Οι ραφτάδες αυτοί που βρίσκονταν σε συνεχή μετακίνηση για το μεροκάματο, είχαν μάθει από τους φραγκοράφτες των μεγάλων πόλεων τα βασικά κοπτικής και ραπτικής του παντελονιού. Το μόνο ύφασμα που χρησιμοποιούσαν ήταν το λεπτό σαγιάκι σε χρώμα μαύρο ή μπλε σκούρο, χρώματα τα οποία είχε συνηθίσει και προτιμούσε ο χριστιανικός πληθυσμός της πόλης. Αργότερα άρχισαν να φορούν και σακάκια από σαγιάκι και χοντρά βαμβακερά υποκάμισα. Πάντα όμως κάτω από το υποκάμισο φορούσαν μια λεπτή μάλλινη φανέλα.
Πρώτοι οι νέοι άνδρες φόρεσαν παντελόνια, ενώ οι γεροντότεροι εξακολουθούσαν να φορούν τα αντερί. Τα παντελόνια τότε ήταν αποκλειστικά μόνο για τους άνδρες, τους οποίους έκαμναν πιο αρρενωπούς, απ’ ότι τα αντερί, και γι αυτό έγιναν το σύμβολο του ανδρισμού. Οι φράσεις όπως «άνδρας με παντελόνια», «παντελόνια φοράς» δείχνουν ότι η ανδρική υπεροχή και δύναμη ήταν συνυφασμένη με τα παντελόνια. Επίσης την δειλία των ανδρών την αποδοκίμαζαν με την φράση: «βγάλε τα παντελόνια και βάλε φουστάνια».
Τα παντελόνια όμως έφεραν και τα νέα εσώρουχα, τα σώβρακα. Μέχρι τότε φορούσαν πλεχτά εσώρουχα, όπως την τζίβρα που ήταν ένα μάλλινο πλεκτό καλσόν και το φορούσαν κάτω από το αντερί. Η τζίβρα όμως κάτω από το παντελόνι από σαγιάκι ήταν πολύ ζεστή και δεν άντεχαν να την φορούν. Έτσι πολλοί φορούσαν τα παντελόνια τους χωρίς να φορούν τίποτε άλλο από μέσα, γεγονός που δημιουργούσε προβλήματα καθαριότητας. Οι περιπλανώμενοι ραφτάδες όμως έλυσαν το πρόβλημα, καθώς άρχισαν να ράβουν σώβρακα από λεπτό λευκό ύφασμα, για όλους όσους φορούσαν παντελόνια. Έτσι μετά το παντελόνι φορέθηκε και το σώβρακο από τους άνδρες της Φλώρινας. Συνήθιζαν όμως οι παλιοί Φλωρινιώτες να φορούν, χειμώνα καλοκαίρι, μια λεπτή μάλλινη φανέλα ως εσώρουχο.
Αργότερα κυκλοφόρησαν και τα ευρωπαϊκά υφάσματα και με αυτά έραβαν τα καλά τους κοστούμια για τις Κυριακές και τις γιορτές, καθώς το παντελόνι και το σακάκι από σαγιάκι ήταν τα καθημερινά ρούχα, τα ρούχα της δουλειάς. Τότε εμφανίστηκαν και οι πρώτοι γαμπροί με κοστούμι και γραβάτα, και οι νύφες με λευκό νυφικό. Μέχρι τότε οι γαμπροί φορούσαν αντερί και οι νύφες σκούρο μακρύ φόρεμα με λευκό πέπλο στο κεφάλι. Στα χωριά όμως συνέχιζαν να παντρεύονται με τοπικές ενδυμασίες. Γενικά οι κάτοικοι των χωριών ελάχιστα ενδιαφέρονταν για τις αλλαγές που γινόταν στην ένδυση στη Φλώρινα. Οι χωρικοί δεν άλλαζαν με τίποτε τις τοπικές τους ενδυμασίες. Αναγκάστηκαν όμως να ράψουν παντελόνια και σακάκια από σαγιάκι οι πρώτοι μετανάστες από τα χωριά για να ταξιδέψουν στην Αμερική. Αυτό γινόταν με προτροπή των ταξιδιωτικών πρακτόρων, επειδή όσοι νωρίτερα ταξίδεψαν με τοπική ενδυμασία αποδοκιμάστηκαν από τους ευρωπαίους και τους αμερικάνους. Οι δυτικοί εκδήλωναν ρατσιστική συμπεριφορά σε όσους φορούσαν τοπικές ενδυμασίες, όχι όμως σε όσους φορούσαν τα χοντροκομμένα κουστούμια από σαγιάκι. Οι μετανάστες κατά την παραμονή τους στην Αμερική συνήθιζαν το αμερικανικό ντύσιμο και όταν μετά από πολλά χρόνια επέστρεφαν στα χωριά τους εξακολουθούσαν να φορούν τα χαρακτηριστικά αμερικάνικα κοστούμια. Πολλοί από αυτούς έβοσκαν τα πρόβατα φορώντας γραβάτα.
Στο τέλος του 19ου αιώνα οι περισσότεροι νέοι άνδρες της Φλώρινας φορούσαν παντελόνια, αλλά και αντερί, ενώ οι γέροι συνέχιζαν να φορούν μόνο τα αντερί. Ακόμη και τα αγόρια άρχισαν να φορούν παντελόνια και σακάκια από σαγιάκι. Αλλά εκτός τα μακριά παντελόνια, τα αγόρια φορούσαν και κοντά παντελόνια που κάλυπταν το γόνατο και μάλλινες πλεκτές κάλτσες που τις συγκρατούσαν με καλτσοδέτες πάνω από το γόνατο. Το κοντό παντελόνι των αγοριών επινοήθηκε για λόγους οικονομίας, επειδή τα αγόρια γρήγορα έκαμναν γόνατα στα μακριά παντελόνια που στη συνέχεια ξέφτιζαν και κόβονταν. Έτσι τα αγόρια όλο τον χρόνο φορούσαν κοντά παντελόνια, τον χειμώνα με μακριές κάλτσες και το καλοκαίρι ξυπόλητα, και όταν τα παντελόνια μίκραιναν τα φορούσε ο μικρότερος αδελφός.
Όλοι οι άνδρες και οι έφηβοι αναγκαστικά φορούσαν το φέσι για να δηλώνουν ότι είναι ραγιάδες. Το φέσι παρέμεινε ως σύμβολο ραγιαδισμού, έτσι όπως το επέβαλε η τουρκική εξουσία, και καταργήθηκε τις πρώτες ημέρες μετά την απελευθέρωση του 1912, με απόφαση της Νομαρχίας Φλώρινας. Το φέσι αντικαταστάθηκε από την ρεπούμπλικα και κυρίως από το καπέλο τραγιάσκα που τότε το ονόμαζαν κασκέτο. Το κασκέτο και το αντερί όμως δεν ταίριαζαν. Η αστεία αυτή εμφάνιση ανάγκασε τους περισσότερους να φορέσουν κουστούμια από σαγιάκι και να παρατήσουν τα αντερί. Μόνο μερικοί γέροι φορούσαν αντερί με κασκέτο ή ασκεπείς μέχρι την δεκαετία του 1920.
Το καπέλο της Κυριακής ήταν η ρεπούμπλικα, που φοριόταν με το καλό κουστούμι και την γραβάτα. Η τραγιάσκα ή κασκέτο ήταν το καπέλο των καθημερινών και φοριόταν με φθηνά κουστούμια. Αργότερα έκαναν την εμφάνιση τους τα ψάθινα καπέλα σε στυλ ρεπούμπλικας, καθώς και τα ψαθάκια που τα φορούσαν τις Κυριακές με τα καλά τους ρούχα.
Αλλά και οι ανδρικές κάλτσες άρχισαν να γίνονται πιο λεπτές και πιο φιγουράτες. Παλιά οι μόνες κάλτσες που υπήρχαν ήταν οι μάλλινες που έπλεκαν οι γυναίκες στο σπίτι για όλη την οικογένεια. Όταν όμως φόρεσαν κουστούμια από ευρωπαϊκά υφάσματα οι μάλλινες κάλτσες αντικαταστάθηκαν από λεπτές βαμβακερές και μάλλινες κάλτσες που πουλιόταν στα ψιλικατζίδικα. Οι κάλτσες αυτές όμως ήταν μόνο για τις Κυριακές και τις γιορτές. Τις καθημερινές που φορούσαν παντελόνια από σαγιάκι, συνήθιζαν να φορούν τις μάλλινες σπιτικές χοντρές κάλτσες.
Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να φορούν τα σκούρα μακριά φορέματά τους και τον χειμώνα τον σάκο που ήταν πανωφόρι. Στο κεφάλι φορούσαν, όλες τις εποχές, την σκέπα που ήταν μια σκουρόχρωμη μαντίλα. Άλλες γυναίκες φορούσαν τοπικές ενδυμασίες των χωριών, από τα οποία κατάγονταν. Το ευρωπαϊκό ντύσιμο δεν είχε περάσει στο γυναικείο πληθυσμό, επειδή η θέση της γυναίκας στη Φλωρινιώτικη κοινωνία τότε ήταν εξαρτημένη από τους άνδρες. Οι πρώτες γυναίκες που φόρεσαν ευρωπαϊκά ρούχα, πριν το 1900 περίπου, ήταν οι δασκάλες του ελληνικού σχολείου. Αυτές κατάγονταν από το Μοναστήρι και φορούσαν μακριά φορέματα μέχρι τον αστράγαλο, με μακριά μανίκια και κλειστά στο λαιμό. Τα μεσάτα αυτά φορέματα είχαν χαρούμενα χρώματα και τα έραβαν στα μοδιστράδικα του Μοναστηρίου. Οι δασκάλες δεν φορούσαν μαντίλες στο κεφάλι. Φορούσαν όμως μικρά και κομψά καπέλα.
Κατά την περίοδο του Α’ παγκοσμίου πολέμου οι Φλωρινιώτες ξέπεσαν οικονομικά και η φτώχεια περιόρισε την διάθεση για καλή εμφάνιση. Σε όλη την διάρκεια του πολέμου και λίγο μετά οι Φλωρινιώτες ήταν ντυμένοι με παρτάλια. Η περίοδος αυτή όμως ξεπεράστηκε και ανέτειλε η λαμπρή περίοδος του Μεσοπολέμου. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 όλοι επιδίωκαν το καλό ντύσιμο. Οι αστοί πρόσφυγες Μοναστηριώτες και οι πλούσιοι Θεσσαλονικείς παραθεριστές ήταν αυτοί που φορούσαν τα πιο μοντέρνα ρούχα και επηρέαζαν όλους τους άλλους. Οι παραθερίστριες από τη Θεσσαλονίκη έφεραν, το επαναστατικό για την εποχή εκείνη, γυναικείο ντύσιμο με τα κοντά φουστάνια. Τότε για πρώτη φορά είδαν οι Φλωρινιώτισσες φουστάνια πάνω από τον αστράγαλο, και μερικές μάλιστα τόλμησαν να ακολουθήσουν τη νέα μόδα. Και καθώς η φούστα ανάβαινε προς τα πάνω, ήρθε η Δικτατορία του Πάγκαλου και απαγόρευσε τις κοντές φούστες. Έτσι το μήκος της φούστα καθορίστηκε μέχρι τη γάμπα και πιο κάτω. Αυτήν την περίοδο όμως, παραμερίστηκε και η σκέπα και κάθε άλλη μαντίλα που φορούσαν στο κεφάλι οι γυναίκες, καθώς οι περισσότερες νέες γυναίκες φορούσαν καπελάκια, ενώ τα κορίτσια τίποτε. Και επειδή και τα καπέλα και οι μαντίλες παραμερίζονταν, οι γυναίκες έδωσαν περισσότερη προσοχή στο μαλλί τους και το χτένισμά τους.
Ο Μεσοπόλεμος (1920 – 1940) χαρακτηρίζεται ως περίοδος του κομψού κουστουμιού και της ρεπούμπλικας. Μονόπετα και σταυρωτά, ριγέ και μονόχρωμα κουστούμια κυκλοφορούσαν στην βόλτα, όπου γινόταν ένας άτυπος διαγωνισμός του κομψότερου κουστουμιού. Περήφανοι και σοβαροί άνδρες, καλοντυμένοι «στην τρίχα» περπατούσαν στους παραποτάμιους δρόμους και στον Κεντρικό δρόμο.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, οι ράφτες και οι μοδίστρες έραβαν με γούστο μοντέρνα ρούχα. Οι άνδρες φορούσαν παλτό, κοστούμια, γραβάτες και ρεπούμπλικα και τα αγόρια γκολφ παντελόνια και μεσάτα σακάκια. Οι εργαζόμενοι νεαροί έραβαν ένα μπλε και ένα γκρι κουστούμι και έκαμναν συνδυασμούς. Τότε άρχισαν και οι γυναίκες να ασπάζονται την ευρωπαϊκή μόδα. Οι μοδίστρες έραβαν παλτό, μαντό, ταγιέρ, φούστες και φουστάνια. Τότε οι νέες γυναίκες ξέφυγαν από τα μουντά χρώματα και ντύθηκαν με ρούχα που είχαν χαρούμενα και ζωηρά χρώματα. Οι γριές γυναίκες όμως, παρέμειναν στα μαύρα ρούχα και στη μαύρη μαντίλα, από συνήθεια ή από πένθος. Αντίθετα οι νέες μοντέρνες γυναίκες φόρεσαν και καπελάκια και πολλές το βέλο. Αυτή την περίοδο οι γυναίκες άρχισαν να φορούν γούνες, που τις έραβαν Καστοριανοί γουναράδες που είχαν εγκατασταθεί στη Φλώρινα. Οι νέες γυναίκες φορούσαν καφέ γούνες και καπέλα, ενώ οι γεροντότερες μαύρες και την μαντίλα σκέπα στηριγμένη στο κρόταφο με χρυσή καρφίτσα.
Τα εσώρουχα των γυναικών άρχισαν και αυτά να αλλάζουν. Τα γυναικεία βρακιά που ήταν μακριά μέχρι το γόνατο και δενόταν με κορδόνια στη μέση και στα γόνατα, αντικατέστησαν το κορδόνι με λάστιχο. Τα βρακιά αυτά τα προτιμούσαν οι γεροντότερες. Αντίθετα οι νέες γυναίκες και τα κορίτσια άρχισαν να φορούν κιλότες, τις οποίες αγόραζαν στα ψιλικατζίδικα. Ο στηθόδεσμος που ήταν ένα πανί με τιράντες, αντικαταστάθηκε από το σουτιέν, και το λευκό μισοφόρι που έφτιαχναν οι μοδίστρες αντικαταστάθηκε από τα κομπινεζόν που κυκλοφορούσαν σε αρκετά χρώματα στα ψιλικατζίδικα. Τότε κυκλοφόρησαν και οι μεταξωτές κάλτσες που τις φορούσαν με τα καλά τους ρούχα οι νέες γυναίκες. Φορούσαν όμως και λεπτές βαμβακερές ή μάλλινες κάλτσες, που τις συγκρατούσαν πάνω από το γόνατο με την καλτσοδέτα. Αυτή αρχικά ήταν ένα κορδόνι και μετά αντικαταστάθηκε από ελαστική φαρδιά ταινία. Αργότερα, μετά το 1945, έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες νάιλον κάλτσες με την ραφή στο πίσω μέρος που έδιναν στις κοπέλες πιο ελκυστική εμφάνιση. Και για τις νάιλον κάλτσες χρησιμοποιούσαν τις ελαστικές καλτσοδέτες και πολύ αργότερα τις ζαρτιέρες. Στην δεκαετία του 1950 οι νάιλον κάλτσες φοριόνταν από όλες τις νέες γυναίκες σε συνδυασμό με τα καλά τους ρούχα. Στην δεκαετία του 1960 κυκλοφόρησαν και οι νάιλον κάλτσες χωρίς ραφή και τα καλσόν, τα οποία κατήργησαν και τις καλτσοδέτες και τις ζαρτιέρες.
Αλλά και οι κάλτσες των ανδρών άλλαξαν και γινόταν από συνθετικές ίνες και σε ποικίλα ανεξίτηλα χρώματα. Και τα εσώρουχα των ανδρών άλλαξαν. Οι άνδρες φορούσαν λευκά σώβρακα και τα παιδιά άσπρα βρακιά. Μικροί και μεγάλοι τότε φορούσαν την λεπτή μάλλινη φανέλα από άβαφο μαλλί. Μετά το 1950 οι περισσότεροι δεν φορούσαν μάλλινη φανέλα, αλλά μακό βαμβακερά λευκά φανελάκια και οι πιο νέοι κασκορσέ. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 κυκλοφόρησαν τα σλιπάκια που τότε τα έλεγαν σλιπ. Στην αρχή φορέθηκαν από τους έφηβους, αργότερα όμως από όλους, εκτός τους γέρους που προτιμούσαν τα παλιά σώβρακα.
Οι Φλωρινιώτες παλιά φορούσαν νυχτικιές και με αυτές κοιμόταν. Οι γυναίκες και τα κορίτσια φορούσαν τις γυναικείες ανοιχτόχρωμες νυχτικιές, ενώ οι άνδρες και τα αγόρια φορούσαν παρόμοιες νυχτικιές που τις ονόμαζαν ρόμπες. Συνήθιζαν μάλιστα, όταν επέστρεφαν στο σπίτι από την εργασία τους να πλένουν τα χέρια, το πρόσωπο και τα πόδια τους και να φορούν τις ρόμπες, που έμοιαζαν με τα αντερί που φορούσαν εκτός σπιτιού. Το ύφασμα της ρόμπας και της νυχτικιάς ήταν βαμβακερό υφαντό και το ονόμαζαν φανέλα – μπασμά. Αυτό το ύφαιναν οι γυναίκες στο σπίτι και οι ίδιες έραβαν τις νυχτικιές και τις ρόμπες για όλα τα μέλη της οικογένειας. Στη δεκαετία του 1920 που ήρθαν οι πρόσφυγες από την ανατολική Θράκη, έφεραν νέα σχέδια ρόμπας και νυχτικιάς. Οι Θρακιώτισσες ασχολήθηκαν επαγγελματικά με την ύφανση ενός λεπτού βαμβακερού υφάσματος, με το οποίο έκαμναν πολύ εμφανίσιμες και άνετες καλοκαιρινές ρόμπες και νυχτικιές, με διάφορα κεντητά διακοσμητικά σχέδια. Αυτές τις νυχτικιές και τις ρόμπες τις προτιμούσαν και τις φορούσαν οι Φλωρινιώτες το καλοκαίρι. Μετά το 1940 εμφανίστηκαν οι πιζάμες στα ψιλικατζίδικα. Τότε φόρεσαν οι άνδρες για πρώτη φορά πιζάμες και οι γυναίκες λεπτές και σε πολλά χρώματα νυχτικιές. Οι παλιές ρόμπες και νυχτικιές είχαν περάσει στο παρελθόν. Πολλοί Φλωρινιώτες που είχαν συγγενείς ξενιτεμένους στην Αμερική, λάμβαναν δέματα με πιζάμες και νυχτικιές. Κάποιος νεαρός μάλιστα, λίγο μετά την Κατοχή, έλαβε μια πιζάμα από την Αμερική, την οποία φόρεσε με πουκάμισο και γραβάτα και βγήκε στην βόλτα. Νόμισε ότι η πιζάμα ήταν λεπτό καλοκαιρινό κουστούμι.
Μετά τον πόλεμο και σε όλη την δεκαετία του 1950 η παρδεσού, έτσι έλεγαν τότε τις καμπαρτίνες, ήταν το πιο μοντέρνο ντύσιμο των ανδρών. Τις φορούσαν με μονόπετα και σταυρωτά σακάκια στις αρχές του χειμώνα και της άνοιξης. Το παλτό όμως παρέμενε ως χειμωνιάτικο ένδυμα. Τότε εμφανίστηκε και το φουρό που φορούσαν οι νέες γυναίκες κάτω από το φουστάνι τους και γινόταν πιο φουσκωτό, σε αντίθεση με την λεπτή μέση τους. Το φουρό έδινε περισσότερη θηλυκότητα στις κοπέλες και θαυμάστηκε και τραγουδήθηκε από τους άνδρες της δεκαετίας του 1950.
Οι μαθητές του γυμνασίου ήταν υποχρεωμένοι να κουρεύονται γουλί και να φορούν σακάκι, παντελόνι και πηλίκιο στο κεφάλι που είχε σαν εθνόσημο την χρυσοκεντημένη κουκουβάγια, σύμβολο της σοφίας, και δίπλα μερικούς χάλκινους αριθμούς που ήταν το νούμερο του μαθητή. Οι μαθήτριες φορούσαν μπλε ή γαλάζια ποδιά και στο μέρος της καρδιάς το σήμα του γυμνασίου. Τα μαλλιά παλιά τα έκαμναν κοτσίδες και αργότερα τα έπιαναν με μια λευκή κορδέλα, σαν στεφάνι γύρω από το κεφάλι. Κανένα άλλο ένδυμα δεν επιτρεπόταν να φορούν σε όλη την διάρκεια της σχολικής χρονιάς, εκτός τα παλτό τους, όταν έκαμνε κρύο. Μόνο στις διακοπές φορούσαν άλλα ρούχα. Το μαθητικό πηλίκιο καταργήθηκε το 1964 και η σχολική ποδιά το 1982.
Από τα σχολεία και από τις ποδοσφαιρικές ομάδες ξεκίνησε η αθλητική περιβολή, που για τους μαθητές ήταν το μπλε σκούρο σορτσάκι, κάτι σαν σώβρακο, και το λευκό κασκορσέ. Οι μαθητές του γυμνασίου, όταν ο καιρός το επέτρεπε, έκαμναν το μάθημα της γυμναστικής με σορτσάκι, κασκορσέ και λευκά πάνινα παπούτσια. Με την ίδια περιβολή γινόταν και οι γυμναστικές επιδείξεις. Το 1968 όμως όλοι οι μαθητές των γυμνασίων υποχρεωτικά προμηθεύτηκαν ομοιόμορφες φόρμες γυμναστικής, που είχαν μπλε χρώμα. Οι φόρμες είχαν κυκλοφορήσει λίγο νωρίτερα και οι πρώτοι που προμηθεύτηκαν ήταν οι ποδοσφαιριστές. Εξάλλου αυτοί, από την εμφάνιση του ποδοσφαίρου στη Φλώρινα, φορούσαν φανέλες με τα χρώματα της ομάδας τους, ευρύχωρο λευκό σορτσάκι και κάλτσες μέχρι το γόνατο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 εμφανίστηκαν τα μπουφάν τα οποία πρωτοφορέθηκαν από τα παιδιά. Το μπουφάν δεν επιτρεπόταν στους μαθητές των γυμνασίων. Επίσης τότε εμφανίστηκαν τα παντελόνια μπλουτζίν που με την εμφάνισή τους απαγορεύτηκαν να τα φορούν οι μαθητές. Η μεγάλη αλλαγή όμως άρχισε από τα μέσα αυτής της δεκαετίας. Τότε εμφανίστηκαν τα παντελόνια καμπάνα, τα μεσάτα υποκάμισα με τους μεγάλους γιακάδες και οι μίνι φούστες. Το Πάσχα του 1968 θα μείνει αξέχαστο, επειδή όλες οι φοιτήτριες και οι μαθήτριες της Φλώρινας κυκλοφορούσαν με μίνι φούστες. Το θέαμα ήταν τελείως διαφορετικό και δήλωνε την υποχώρηση της συντηρητικής νοοτροπίας στη Φλώρινα. Άγνωστο πως, οι αυστηροί γονείς δέχτηκαν να φορέσουν οι κόρες τους μίνι φούστα. Το ύψος της φούστας έφτανε λίγα εκατοστά πάνω από το γόνατο. Το Πάσχα εκείνο όλοι οι νεαροί φορούσαν κουστούμια που τα σακάκια ήταν μεσάτα, τα παντελόνια καμπάνα και οι γραβάτες πολύχρωμες. Ίσως να ήταν από τις τελευταίες πασχαλιές που οι Φλωρινιώτες ήταν τόσο καλά ντυμένοι, σαν μοντέλα, σύμφωνα με την παράδοση της πόλης. Μετά η μόδα άλλαξε και μαζί της χάθηκε και το σινιέ ντύσιμο των Φλωρινιωτών στις ημέρες του Πάσχα. Στο τέλος αυτής της δεκαετίας κυκλοφόρησαν και τα κοτλέ παντελόνια που στην αρχή τα έλεγαν βελούδινα.
Από το 1970 και μετά, τα παντελόνια, το σύμβολο του ανδρισμού, άρχισαν να φοριούνται και από τις κοπέλες. Λίγα χρόνια πριν, ελάχιστες φορούσαν εκείνα τα χαρακτηριστικά γυναικεία παντελόνια που ήταν ελαστικά με λωρίδες που περνούσαν κάτω από το πέλμα για να το συγκρατούν τεντωμένο. Μετά το 1970 τα γυναικεία και τα ανδρικά παντελόνια δεν διέφεραν πολύ, και η καμπάνα κάθε χρόνο γινόταν και μεγαλύτερη. Το ίδιο συνέβαινε και με τις μίνι φούστες που κάθε καλοκαίρι γινόταν και κοντύτερες. Και καθώς το μίνι ανέβαινε προς τα πάνω, αλλά και όλο περισσότερες κοπέλες και γυναίκες φορούσαν παντελόνια, οι επιθέσεις του Μητροπολίτη Αυγουστίνου Καντιώτη από τον άμβωνα γινόταν πιο συχνές. Αλλά ούτε τα κηρύγματα ούτε οι εγκύκλιοι απέτρεψαν τα κορίτσια να φορούν μίνι και τις γυναίκες παντελόνια, επειδή από την μια μεριά η μόδα και από την άλλη το ψύχος έκαμαν τις γυναίκες να τα προτιμούν.
Τα εφηβικά ρούχα γίνονταν όλο και πιο unisex, δηλαδή δεν διέφεραν ως προς το φύλο, όπως παλιά. Ακόμη και οι νεαροί κυκλοφορούσαν με μακριά μαλλιά και είχαν ξεπεράσει τον παραδοσιακό τρόπο εμφάνισης. Οι αλλαγές αυτές στην εμφάνιση επηρέασαν και τους άνδρες, οι οποίοι μετά την Μεταπολίτευση του 1974 άρχισαν να αλλάζουν εμφάνιση. Τα μαλλιά τους μάκραιναν λίγο περισσότερο, άφησαν φαβορίτες και τα μουστάκια έγιναν παχιά και προς τα κάτω. Πολλοί άφησαν και τα γένια τους για να αλλάξουν ακόμη πιο πολύ την εμφάνισή τους μια και η μόδα τους το επέτρεπε. Έτσι το μούσι δεν ήταν πλέον σύμβολο των καλλιτεχνών. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που ήταν υποχρεωμένοι να φορούν κουστούμι και γραβάτα και να έχουν τα μάγουλα και το σβέρκο τους ξυρισμένο, φόρεσαν μπουφάν και καμπάνα παντελόνι, αλλά άφησαν και λίγο το μαλλί τους και μάκραιναν τις φαβορίτες τους. Το ίδιο και οι καταστηματάρχες. Το κουστούμι που εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε να υποχωρεί στο τέλος της δεκαετίας του 1970 και μετά. Στη δεκαετία του 1980 παραμερίστηκε η γραβάτα εξ αιτίας των πολιτικών ιδεολογιών και φοριόταν μόνο από τους γαμπρούς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ξεπεράστηκε το παντελόνι καμπάνα και αντικαταστάθηκε από άλλα παντελόνια που ήταν φαρδιά πάνω και στενά κάτω. Στη δεκαετία του 1990 υπήρχαν όλα τα ρεύματα της μόδας και ο καθένας έκαμνε την επιλογή του.
Αυτή ήταν η εξέλιξη των ευρωπαϊκών ρούχων στη Φλώρινα, από την εμφάνισή τους μέχρι το 2000 περίπου.
Δημήτρης Μεκάσης