Ο βαρύς χειμώνας κάποτε στη Φλώρινα
Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης |
Οι παλιοί Φλωρινιώτες δεν ήταν πλούσιοι ούτε φτωχοί, ήταν νοικοκύρηδες, οι οποίοι με λίγα χρήματα μπορούσαν να οργανώσουν την ζωή τους τον χειμώνα, έτσι που να μη τους λείπει τίποτε. Αυτάρκης τότε η περιοχή και πολύ λίγο εξαρτημένη από εισαγόμενα προϊόντα, και κάθε νοικοκύρης κατάφερνε να γεμίσει την αποθήκη του με τα απαραίτητα τοπικά προϊόντα, για να βγάλει τον μακρύ χειμώνα της Φλώρινας.
Μικρά τα σπίτια τότε, παρόλα αυτά όμως υπήρχε χώρος για τα καυσόξυλα, που έφερναν οι χωρικοί με τα άλογά τους και τα γαϊδουράκια τους, την ημέρα του παζαριού. Τα φορτία ξεφορτώνονταν μπροστά στην εξώπορτα. Σειρά είχε ο ξυλοκόπος, ο οποίος τα έκοβε για να χωράν στην σόμπα. Ο νοικοκύρης είχε κάποιο χώρο για τα καυσόξυλα και τα αράδιαζε με μεγάλη μαεστρία. Έπρεπε να χωρέσουν όλα, αλλά να υπάρχει και χώρος να περνάν οι ίδιοι, χωρίς δυσκολία. Τα καύσιμα του χειμώνα αποθηκευόταν σταδιακά από το Φθινόπωρο και μετά.
Τα αμπέλια στην Φλώρινα αφθονούσαν. Μικρά, αλλά επαρκούσαν για τις ανάγκες της οικογένειας. Μετά τον τρύγο τα πατημένα σταφύλια ρίχνονταν στα βαρέλια, που ήταν κάπου στριμωγμένα στο υπόγειο του σπιτιού. Και όταν το κρασί ήταν έτοιμο, ακολουθούσε η διαδικασία του τσίπουρου. Έτσι η οικογένεια είχε και κρασί και τσίπουρο για να περάσει ευχάριστα τον χειμώνα.
Από το τέλος του καλοκαιριού άρχιζαν οι ετοιμασίες για τον χειμώνα. Έφτιαχναν τον τραχανά και τις χυλόπιτες και συνέχιζαν τις προετοιμασίες. Μερικά σακιά αλεύρι, κάμποσους τενεκέδες τυρί, καδιά γεμάτα λογιών τουρσιά, φτιαγμένα από τα χέρια των γυναικών της οικογένειας, σακιά με πατάτες, σακιά με φασόλια και φακές, καδιά γεμάτα κρέας ωμό στο αλάτι (πασταρμά), καδιά με κρέας καβουρμά, γλυκά κουταλιού σε βάζα, αποξηραμένα φρούτα και κόκκινες πιπεριές, σακιά με καρύδια, χοιρινό λίπος για την μαγειρική και άλλα τρόφιμα. Όλα τοποθετημένα με τάξη στο υπόγειο ή στην αποθήκη. Οι προμήθειες για την αντιμετώπιση του χειμώνα είχαν γίνει.
Και όταν άρχιζε η βαρυχειμωνιά όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους, κοντά στη σόμπα και απολάμβαναν την ζεστασιά της με συζητήσεις, αστεία και νέα της γειτονιάς. Δεν είχαν και πολλά να κάνουν, ούτε λογαριασμοί τους κυνηγούσαν, ούτε τους ενδιέφερε το μεροκάματο. Έτσι, χωρίς άγχος, απολάμβαναν τον χειμώνα. Ένα ζεστό πόντς έπιναν οι μεγάλοι το πρωί και ζεστό τσάι του βουνού οι μικροί. Ψημένες φέτες ψωμιού στην σόμπα, αλειμμένες με χοιρινό λίπος και λίγο μπούκοβο και αλάτι ήταν το πρωινό τους φαγητό. Και μετά τα παιδιά στο σχολείο, οι άνδρες στα μαγαζιά και οι γυναίκες στα οικιακά.
Το πρωινό κυλούσε ήρεμα χωρίς να τους ζαλίζουν τα σημερινά κανάλια και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί. Και το μεσημέρι μαζευόταν η οικογένεια για να γευματίσουν όλοι μαζί. Τα φαγητά τους τα προτιμούσαν καυτερά. Πάντα πασπαλισμένα με κόκκινο καυτερό πιπέρι (μπούκοβο) και καμιά φορά άνοιγαν και καμιά μικρή κόκκινη καυτερή πιπεριά (τσούσκα) για να αισθανθούν ακόμη περισσότερο το κάψιμο. Μετά το μεσημεριανό φαγητό, τα παιδιά διάβαζαν και έγραφαν στο τραπέζι της κουζίνας ενώ οι υπόλοιποι έπαιρναν έναν υπνάκο κοντά στη σόμπα τυλιγμένοι με κουβέρτες ή βελέντζες. Μετά το διάβασμα τα παιδιά έβγαιναν στους παγωμένους δρόμους για να παίξουν. Ο χειμώνας ήταν δύσκολος, παιχνίδια όμως υπήρχαν. Έκαμναν γλίστρα με παπούτσια, γλίστρα με σάινα, γλίστρα με σκι, από σανίδες παλιού βαρελιού ή έπαιζαν κανέναν χιονοπόλεμο, έτσι στα γρήγορα για να ζεσταθούν τα αίματα.
Η νύχτα ερχόταν νωρίς και όλοι μαζευόταν στα σπίτια πριν νυχτώσει καλά. Μετά το δείπνο, καθόταν γύρω από την σόμπα για να πούνε παλιές ιστορίες και αστεία, τρώγοντας κάστανα βρασμένα ή ψημένα, συνοδευόμενα με κόκκινο κρασί. Η ζέστη της σόμπας τους χαλάρωνε και νωρίς πήγαιναν στα κρεβάτια τους για ύπνο. Σκεπασμένοι με παπλώματα και φλοκάτες δεν καταλάβαιναν τα πολλά μείον που επικρατούσαν τις νύχτες έξω από τα σπίτια τους, έξω στους έρημους δρόμους, όπου δεν κυκλοφορούσε κανείς, ούτε και τα αδέσποτα σκυλιά.
Παλιά η Φλώρινα ήταν κατάλευκη με κατάλευκους δρόμους, όπου φαινόταν οι πατημασιές των περαστικών στο απάτητο χιόνι. Δεν καθάριζαν τους δρόμους, επειδή δεν είχαν τα μέσα. Καθάριζαν μόνο τις εισόδους των σπιτιών τους. Επικοινωνούσαν όμως από τις πορτούλες των αυλών των σπιτιών τους. Όλες οι αυλές επικοινωνούσαν με μικρές πόρτες, οι οποίες τον χειμώνα έμεναν ξεκλείδωτες. Και ενώ οι δρόμοι ήταν έρημοι, οι αυλές είχαν κίνηση. Πολλές φορές τα παιδιά διέσχιζαν την πόλη από την μια άκρη έως την άλλη μέσα από τις αυλές. Αργότερα η ελληνική Δημαρχία επινόησε κάτι καλύτερο. Μετά από κάθε χιονόπτωση οι σκουπιδιάρηδες του Δήμου, που τότε μάζευαν τα σκουπίδια με μικρά κάρα, έζευαν το άλογο σε μια κατασκευή που ήταν σαν έλκηθρο. Ήταν δυο μεγάλα βαριά καδρόνια καρφωμένα με μερικές σανίδες στην μέση, σε σχήμα «Α», που τα τραβούσε ένα άλογο. Πάνω στις σανίδες στεκόταν ο σκουπιδιάρης και περνούσε από όλους τους δρόμους της Φλώρινας. Έτσι το ύψος του χιονιού με αυτόν τον τρόπο έπεφτε στο μισό και πιο κάτω, τότε άρχισαν να κυκλοφορούν οι Φλωρινιώτες πιο άνετα στους χιονισμένους δρόμους.
Με την πάροδο του χρόνου όλα άλλαξαν. Οι δρόμοι καθαρίζονται με μηχανήματα, ξεπαγώνουν με αλάτι, αυτοκίνητα, κίνηση, σούπερ μάρκετ και αγορά. Διασκέδαση μέχρι τις πρωινές ώρες και τα μείον, μείον. Δεν είμαστε όμως αυτάρκεις όπως παλιά. Είμαστε εξαρτημένοι σε μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο, την βενζίνη, το ηλεκτρικό ρεύμα και τόσα άλλα για να επιβιώσουμε στον άγριο και σκληρό φλωρινιώτικο Χειμώνα.
Δημήτρης Μεκάσης
* Το παραπάνω άρθρο αναδημοσιεύεται από το θεματικό τεύχος του περιοδικού του ΦΣΦΑ «Αριστοτέλης» με τίτλο: Δημήτρη Μεκάση, Μακεδονικά και Φλωρινιώτικα, Ιστορικά και Λαογραφικά άρθρα.