Το πασχαλινό κατσικάκι

Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης |

Παλιά συνήθεια των Φλωρινιωτών ήταν να αγοράζουν ένα ζωντανό γουρουνάκι μερικούς μήνες, πριν τα Χριστούγεννα και ένα αρνάκι ή κατσικάκι τον Μάρτιο. Αν και ήταν καταστηματάρχες και δεν είχαν καμία σχέση με την κτηνοτροφία, ήθελαν με δική τους τροφή και περιποίηση να μεγαλώσουν το γουρουνάκι, που θα το έσφαζαν τα Χριστούγεννα, και το αρνάκι ή κατσικάκι για το πασχαλινό τραπέζι. Το ίδιο συνέβαινε και στο σπίτι μου.

Τελευταία φορά που πήραμε ζωντανό για το Πάσχα ήταν το 1962. Ήταν ένα κατσικάκι, που το αγάπησα τόσο, όσο αγαπούν τα παιδιά τα σκυλάκια. Μόλις σχολούσαμε από το σχολείο, έπαιρνα το κατσικάκι μου και το πήγαινα δίπλα από το σπίτι μας, όπου υπήρχε ένα μεγάλο οικόπεδο, και το άφηνα να βοσκήσει. Χαιρόταν και το κατσικάκι και εγώ και όλα τα παιδιά της γειτονιάς, που έπαιζαν μαζί του. «Μπουτς» φωνάζαμε και αυτό στεκόταν στα δυο πισινά πόδια και μας έδινε με δύναμη μια κεφαλιά στην πλάτη του παιδιού που στεκόταν μπροστά του. Τρέχαμε εμείς, έτρεχε και αυτό πίσω μας, σαν να ήταν σκυλάκι. Άλλοι το φώναζαν «Ασπρούλη» και άλλοι απλώς «Κατσικάκι». Χαρές και πανηγύρια όλο το απόγευμα, και όταν κουραζόμασταν και εμείς και αυτό, το πηγαίναμε στην θέση του στην αυλή του σπιτιού μου.

Το Πάσχα όμως πλησίαζε, χωρίς εμείς να γνωρίζουμε ότι έφτανε και το τέλος του μικρού κατσικιού. Κανείς μας δεν φανταζόταν ότι το Κατσικάκι μας θα γινόταν ψητό στον φούρνο. Εμείς νομίζαμε ότι θα παίζουμε με αυτό αιώνια, επειδή ήμασταν μικρά παιδιά.

Το Μεγάλο Σάββατο όμως έφτασε και οι χασάπηδες πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι για να σφάξουν τα αρνιά και τα κατσίκια με αμοιβή. Στο σπίτι μας ήρθε ο χασάπης ο Πέτρος, που ήταν πιο γνωστός με το όνομα «Πετσεγκέλες». Αυτός ήταν γείτονάς μας, αν και έμενε στην άλλη μεριά του ποταμού. «Διώξτε το παιδί» είπε και ετοίμασε τα τσιγκέλια και τα μαχαίρια του. Η μάνα μου έδωσε ένα τορβά με λίγα πράγματα και με έστειλε στην γιαγιά μου, που έμενε στην πλαγιά του βουνού, και μου είπε να καθίσω και να παίξω εκεί με τα παιδιά της γειτονιάς. Έφυγα χωρίς να φανταστώ τι θα συνέβαινε στο Κατσικάκι. Πήγαινα χαρούμενος στην γιαγιά μου, για να παίξω με τα παιδιά του Συνοικισμού. Είχα απομακρυνθεί αρκετά από το σπίτι μου, όταν διαπίστωσα ότι δεν είχα πάρει μαζί μου τις μπίλιες. Αμέσως έκανα μεταβολή και γύρισα στο σπίτι. Χωρίς μπίλιες παιχνίδι δεν γίνεται. Όταν πέρασα από την σάλα στην αυλή, είδα το Κατσικάκι σφαγμένο να κρέμεται σε ένα τσιγκέλι. Με έπιασαν τα κλάματα. Τους μίσησα όλους και περισσότερο εκείνον τον άτιμο χασάπη, τον Πετσεγκέλε, που μου έσφαξε το Κατσικάκι. «Θα πάρομε άλλο» έλεγε η μάνα μου και χίλια δυο άλλα για να με καθησυχάσουν. Ηρέμησα, αλλά το μίσος μου για τον χασάπη δεν έφευγε από μέσα μου. Το μισούσα για το κακό που μου έκανε.

Το κατσικάκι μας με όλη την παρέα. Από τα δεξιά, Δημήτρης (Τάκης) Μεκάσης, Μαίρη, Ντίνα, Νίτσα και Λίτσα, Φλώρινα 1962. (Αρχείο Δημήτρη Μεκάση).

Πέρασε το Πάσχα και όπως έπαιζα στον δρόμο πέρασε ο χασάπης, ο Πετσεγκέλες. Το μίσος μου για αυτόν δεν είχε φύγει. Αρπάζω λοιπόν μια πέτρα και του την πετάω. Η πέτρα ευτυχώς έσκασε δίπλα του. «Εσύ, εσύ έσφαξες το κατσικάκι μου» φώναξα δυνατά. Ο Πετσεγκέλες πλησίασε. Εγώ έμεινα ακίνητος, επειδή με έπνιγε το δίκαιο. Μου έδωσε ένα χαστούκι, με έπιασε από το αφτί και με πήγε στον παππού μου. Τότε τα παιδιά έτρωγαν ξύλο από τους μεγάλους, για κάποιες ανάρμοστες πράξεις τους. Τελικά συμφιλιωθήκαμε όλοι, και φεύγοντας ο Πετσεγκέλες, μου είπε: «Ό,τι υπάρχει γύρω μας, όλα είναι για τον άνθρωπο. Έτσι μας έπλασε ο Θεός. Και τα κατσίκια, τα έπλασε ο Θεός για να τα τρώμε εμείς, οι άνθρωποι». Έκλεισε την πόρτα και έφυγε. Έτσι τελείωσε αυτή η ιστορία.

Τις επόμενες χρονιές, αγόραζε ο πατέρας μου σφαγμένο αρνάκι ή κατσικάκι για το Πάσχα, για να μη δεθούμε συναισθηματικά με αυτό.

Καλή Ανάσταση
Καλό Πάσχα

Διαβάστε επίσης...
Shares

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Translate »